του Γιάννη Φαίλτωρ
Από τη μέρα που ψηφίστηκε στη Βουλή το Μνημόνιο διαμορφώθηκαν δύο στρατόπεδα σκέψης στο πολιτικό σκηνικό. Αυτοί που τάσσονται υπέρ του Μνημονίου και αυτοί που τάσσονται κατά. Όσοι εντός του πολιτικού φάσματος υποστηρίζουν το Μνημόνιο, θεωρούν ότι είναι το έσχατο, πικρό και αναγκαίο φάρμακο για να σωθεί η χώρα, να πληρωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις και ότι θα λειτουργήσει ως μοχλός ανατροπής διαφόρων αβελτηριών στη δομή του ελληνικού κράτους οι οποίες εμποδίζουν την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό. Όσοι είναι αντίθετοι, υποστηρίζουν (δικαίως κατά την άποψή μου) ότι το Μνημόνιο δεν οδηγεί ουσιαστικά πουθενά, αφού μετά τη λήξη του το Δημόσιο Χρέος θα είναι ουσιαστικά μεγαλύτερο από αυτό που ήταν πριν την εφαρμογή του, ενώ οι επιβαλλόμενες ανατροπές θα οδηγήσουν σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πυροδοτηθεί η οικονομική ανάπτυξη.
Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων έχει, πιστεύω, με περιορισμένη οπτική του προβλήματος. Η λύσεις οι οποίες προτείνονται από όσους υποστηρίζουν την μία εκ των δύο απόψεων έχουν ένα εγγενές πρόβλημα το οποίο δεν αναφέρεται ή αποσιωπάται εντέχνως. Οι προτάσεις που γίνονται, εντάσσονται μέσα στη λειτουργία του ήδη υπάρχοντος πολιτικού συστήματος. Είναι ενδοσυστημικές. Μα το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό. Το ίδιο αυτό πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι ιστορικά θεμελιωμένο από το 1830 και εντεύθεν και το οποίο τελειοποιήθηκε, εξαπλώθηκε και νομιμοποιήθηκε μαζικά μετά το 1974, είναι το πρόβλημα. Και τώρα πως είναι δυνατό να ζητάμε από το ίδιο αυτό σύστημα να δώσει λύση στο πρόβλημα που το ίδιο προκάλεσε. Είναι σαν ένας αλμπάνης γιατρός να προκάλεσε ανήκεστο βλάβη στην υγεία ενός ασθενούς και να ζητάμε από τον ίδιο να τον θεραπεύσει.
Αυτό το πολιτικό σύστημα διαφεντεύεται μια κάστα πολιτικών, διαπνεόμενων από νεποτισμό, οικογενειοκρατία, αρχομανία και φιλοχρηματία. Αυτοί διαπότισαν διαχρονικά την ελληνική κοινωνία με το δηλητήριο του άκρατου ατομισμού και του ανελέητου κυνηγιού του χρήματος και της μικροεξουσίας ποδοπατώντας κάθε έννοια αξιοκρατίας, συλλογικότητας και αισθητικής που πρέπει να διέπει μια πολιτεία. Αυτή η κάστα εξοβέλισε τον μετέχοντα πολίτη από τη λειτουργία του μετατρέποντάς στον σε απράγμονα. Και ο πολίτης ως αντιπαροχή αναγνώρισε σε αυτή την κάστα το δικαίωμα το μεσολαβητή για να διεκπεραιώνει τις προσωπικές του υποθέσεις. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι κομματικοί στρατοί των οποίων η πολιτική κάστα έγινε τελικά από δεσπότης και προστάτης, άθυρμα σε μια εξαρτημένη σχέση διπλής συνεπαγωγής. Βέβαια σε αυτό το παίγνιο δε συμμετείχε όλος ο ελληνικός λαός. Ένα πολύ μεγάλο του τμήμα όμως ωφελήθηκε σε οικονομικό επίπεδο από αυτή τη σχέση. Για να μπορέσει να διατηρήσει την ισορροπία του αυτό το κατασκεύασμα λεηλατήθηκε η χώρα σε τέτοιο βαθμό που η κάθοδος των αβαροσλάβων τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ ωχριά μπροστά της.
Όπως ήταν φυσικό το κομματοκρατικό πολιτικό σύστημα δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την παραγωγή πολιτικής, ούτε για το μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό. Το μόνο που το ενδιέφερε ήταν η αναπαραγωγή του. Όσο διαρκούσε ο ψυχρός πόλεμος, είχε εκχωρήσει στις Η.Π.Α την άμυνα και την ασφάλειά του. Κατόπιν, προσπάθησε να εξασφαλίσει τη διαιώνιση του είδους του με την είσοδο στην Ε.Ο.Κ. Πραγματικά, τα κατάφερε θαυμάσια για άλλα τριάντα περίπου χρόνια. Και μέσα σε αυτά τα τριάντα χρόνια, με μπροστάρη τον μέγα εκμαυλιστή Ανδρέα Παπανδρέου, γιγαντώθηκε, εκδημοκρατίστηκε, νομιμοποιήθηκε και έγινε ένα αμείλικτο καθεστώς. Ο εκμαυλισμός συνειδήσεων, η κατάπτωση κάθε έννοιας αρχών, κάθε έννοιας αισθητικής που πραγματοποιήθηκε την τελευταία τριακονταετία, μάλλον δεν έχει ιστορικό προηγούμενο.
Γι’ αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι η λύση του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε πρέπει αναγκαστικά να περνά μέσα από τη διάλυση εις τα εξ ων συνετέθη αυτού του κομματοκρατικού συστήματος. Οι άνθρωποι που το διακονούν, πολιτικοί, βουλευτές, συνδικαλιστές, δημοσιογράφοι, κομματικά στελέχη, οργανικοί διανοούμενοι, φανατικοί ψηφοφόροι, δεν μπορούν να αποτελούν μέρος της λύσης. Αυτοί αποτελούν το πρόβλημα. Αυτοί αποτελούν τη μάστιγα η οποία ως παράσιτο κατατρώει τη χώρα. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει πατρίδα παρά μόνο στο μέτρο όπου θα υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την επόμενη «δουλειά».
Να λοιπόν ποιο είναι το ηράκλειο έργο που καλείται να φέρει εις πέρας όποιος Ηγέτης θέλει να συντρίψει τη ρίζα του κακού, το πραγματικό αίτιο της νεοελληνικής κακοδαιμονίας. Το Μνημόνιο και η Δανειακή σύμβαση είναι μικρότερο πρόβλημα σε σχέση με την εξαφάνιση αυτού του αδηφάγου, παρασιτικού, φαυλοκρατικού Λεβιάθαν. Η ανασυγκρότηση του κράτους και ο αναγκαίος επαναπροσδιορισμός τη σχέσης πολίτη-πολιτείας περνάει μέσα τον αγώνα της συντριβής του κομματοκρατικού τέρατος.
antinews
Ποτέ...
Πριν από 2 ώρες