«Πρέπει να πείσουμε τις αγορές,» «οι αγορές αναστατώθηκαν σήμερα,» «οι αγορές χρειάζονται πρόσθετες εγγυήσεις.» Σίγουρα έχουμε ακούσει και διαβάσει παρόμοια σχόλια τα τελευταία χρόνια σχετικά με τη συμπεριφορά των αγορών που κατά πως φαίνεται ορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη διαδικασία λήψης αποφάσεων ολόκληρων κυβερνήσεων και όχι μόνο.
Με συμπεριφορά προβλέψιμη όπως αυτή ενός παιδιού αλλά και σύνθετη όπως ενός ενήλικα αντιμέτωπο με μεγάλο δίλημμα, οι αγορές έχουν γίνει πλέον κομμάτι της καθημερινότητας μας. Τις επικαλούνται η καγκελάριος της Γερμανίας, οι πρόεδροι της ΕΚΤ και της FED αλλά ακόμα και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ποιες είναι όμως οι αγορές και είναι πράγματι τόσο απρόσωπες όπως θα θέλανε κάποιοι να πιστεύουμε;
Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι κατηγορηματικά όχι. Οι αγορές αποτελούν την καρδιά του χρημοπιστωτικού συστήματος του δυτικού (τουλάχιστον) κόσμου για αιώνες σχεδόν. Τη σημερινή τους μορφή την οφείλουν σε μια σειρά αποφάσεων που ξεκινάνε από το μεγάλο κραχ του 1929 ως τις αποφάσεις των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας από το 1980 και ύστερα.
Μπορεί να παρουσιάζονται απρόσωπες αλλά ουσιαστικά αποτελούν την υλοποίηση συλλογικών (ή και προσωπικών) σχεδίων κέντρων αποφάσεων όπως εκφράζονται μέσω των δραστηριοτήτων των εργαζομένων στα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά και στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Όλοι οι παίκτες που συνθέτουν αυτό το πολύπλοκο γαϊτανάκι είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις εισηγμένες στα χρηματιστήρια του κόσμου και ως εκ τούτου τα κίνητρα τους απέχουν πολύ από το κοινό όφελος.
Κράτη και οργανισμοί δανείζονται σε ρευστό για να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες τους (όπως και οι επιχειρήσεις σε εθνικό κυρίως επίπεδο) σε μια παγκόσμια πιστωτική αρένα. Το επιτόκιο των δανειοδοτήσεων αυτών ορίζεται βάσει της αντιλαμβανόμενης οικονομικής ευρωστίας του δανειζομένου τη δεδομένη στιγμή. Αυτή η συλλογική αντίληψη (συχνά απλά μιμητική) που παρουσιάζουν οι αγορές πηγάζει από το γεγονός ότι οι περίφημοι traders που εκτελούν τις πιστωτικές αυτές δραστηριότητες εκ μέρους των τραπεζών αλλά και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έχουν όλοι στα χέρια τους τα ίδια στοιχεία. Και τα στοιχεία αυτά δεν είναι πάντα πρωτογενή αλλά έχουν περάσει από μια διαδικασία ερμηνείας μέσα από τους οίκους αξιολόγησης.
Ίσως ακούγεται απλοϊκό αλλά σε τελική ανάλυση, οι αγορές δεν είναι τίποτα άλλο από μια ομάδα εργαζομένων με στόχο το προσωπικό όφελος και τη μεγιστοποίηση των κερδών των εργοδοτών τους. Τα κεφάλαια που διαχειρίζονται καταλήγουν σε δάνεια, επενδύσεις αλλά και στα διαβόητα hedges, στοιχήματα δηλαδή σχετικά (για παράδειγμα) με την πορεία των τιμών βασικών αγαθών, του χρυσού αλλά και την οικονομική πορεία ολόκληρων κρατών.
Οι αγορές λοιπόν είναι άνθρωποι, ομάδες τα συμφέροντα των οποίων δεν συγκλίνουν με αυτά των κρατών-πελατών τους. Δρουν σε κέντρα όπως το περίφημο City του Λονδίνου, αλλά και στη Νέα Υόρκη, στη Φρανκφούρτη και στο Χονγκ Κονγκ και τους συναντάει κανείς στις pub της περιοχής με το κλείσιμο του χρηματιστηρίου. Κάποιοι είναι θρασείς, σίγουρα ευκατάστατοι, πολλοί τους αποκαλούν ανήθικους λόγω της ευκολίας με την οποία κερδοσκοπούν εις βάρος ολόκληρων γενιών. Η αλήθεια είναι ότι η δραστηριότητα τους είναι νόμιμη (συνήθως) και έχει τις ευλογίες δεκαετιών οικονομικής διαχείρισης. Με άλλα λόγια οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν οριστεί. Όποιος παίζει, όπως η Ελλάδα, πρέπει να μάθει και να χάνει.
Τώρα πως επιτρέψαμε να ελέγχεται ουσιαστικά η σύνταξη ενός αγρότη στο Λασίθι από τη στιγμιαία απόφαση ενός κυρίου Χ στο City του Λονδίνου, είναι μια άλλη ιστορία.
Οι κυβερνήσεις δεν είναι ούτε θύματα ούτε άμοιρες ευθυνών στο παιχνίδι αυτό. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ψευδαίσθηση της εσαεί παροχής φθηνού χρήματος με χαμηλό επιτόκιο από το 2000 και ύστερα, οδήγησε σε αδρανοποίηση των πλουτοπαραγωγικών δυνάμεων της χώρας.
Με άλλα λόγια τα δανεικά θεωρήθηκαν ίδια κεφάλαια – άρα γιατί να παράγουμε αφού οι «αγορές» μας στηρίζουν με πολύ λιγότερο κόπο. Την απάντηση την ξέρουμε όλοι, όσοι προσπάθησαν να ζήσουν με δανεικά και δεν τα κατάφεραν εν τέλει, και όσοι προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στις παράλογες απαιτήσεις του κράτους που επίσης δεν τα κατάφερε εν τέλει να ζήσει με δανεικά.