Μουτζουρωμένες πόλεις
του Ρίζου Καϊάφα
Με την Ελλάδα να ασθμαίνει στο μαραθώνιο για την εκταμίευση της επόμενης δόσης, τα μέτρα να σκληραίνουν ολοένα, την κοινωνική σύγκρουση να επιτείνεται, εμένα ο νους μου έχει καρφωθεί σ’ ένα μικρό διαφημιστικό περίπτερο. Στήθηκε πριν από καμιά βδομάδα δίπλα στην Καμάρα, προφανώς για να υπενθυμίζει τους εορτασμούς για τα 100 χρόνια της απελευθέρωσης.
Ήταν αρκετά καλαίσθητο με τις βαθυκόκκινες αποχρώσεις του και τις παλιές φωτογραφίες της πόλης που απεικόνιζε. Θα μπορούσε ίσως να κινήσει το ενδιαφέρον μερικών από τους συνήθως βιαστικούς περαστικούς και τους φοιτητές που περιμένουν τα ραντεβού τους κάτω από την αψίδα. Και γράφω θα μπορούσε, γιατί το περίπτερο δεν υπάρχει πια. Άντεξε μόλις δυο – τρεις μέρες και μετά θάφτηκε κάτω από σκουπίδια και έντονα κόκκινα σπρέι.Μη βιαστείτε να σκεφτείτε πως βρίσκομαι εκτός τόπου και χρόνου. Για μένα εκείνο το περίπτερο αντιπροσωπεύει με τον πιο γλαφυρό τρόπο την πραγματικότητα γύρω μας.
Από τη μια έχουμε τον μικρόκοσμο της καμάρας και της ευρύτερη περιοχής του κέντρου: τοξικομανείς, ρακοσυλλέκτες, λαθρομετανάστες, «εναλλακτικούς» νεαρούς με μια μπύρα στο χέρι και μια μόνιμη οργισμένη απόγνωση στο βλέμμα τους. Περιφρονούν την κοινωνία που τους εξωθεί στη φτώχια και στο περιθώριο, απεχθάνονται τους εορτασμούς και τις γκλαμουριές, καίνε, καταστρέφουν, εξαφανίζουν κάθε τι που τους θυμίζει μισητά σύμβολα και θεσμούς. Για αυτούς δεν υπάρχει ιστορία, παρελθόν και μέλλον. Παρά μόνο ένα επώδυνο, αιώνιο παρόν.
Από την άλλη έχουμε τον κόσμο των πολιτικών, των επισήμων, των φορέων και των γραφειοκρατών. Σε μια μεγαλειώδη εκδήλωση εθελοτυφλίας έστησαν ένα περίπτερο στη μέση μιας από τις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές της Θεσσαλονίκης. Θα μας πουν ότι ήταν ένας φόρος τιμής στους αγώνες της απελευθέρωσης. Ότι ήταν μια πράξη αντίστασης και πολιτισμού εναντίον της καθημερινής μας μιζέριας. Δεν θα παραλείψουν να κατηγορήσουν τους βάρβαρους, απαίδευτους, κακομαθημένους νεοέλληνες, που δεν σέβονται τον τόπο και τα μνημεία του.
Δεν έχουν εντελώς άδικο αλλά αυτό δεν κρύβει την ανεπάρκειά τους. Όμοια με τους «άθλιους» του κέντρου, αποστρέφονται την πραγματικότητα. Ίσως κάποιοι να θέλουν ειλικρινά να την αλλάξουν. Όμως οι περισσότεροι αρκούνται στα φτιασιδώματα. Και σε λίγες μέρες θα σταθούν αγέρωχοι στις εξέδρες των παρελάσεων να μας αραδιάσουν τους τετριμμένους πανηγυρικούς λόγους τους, που δεν λένε τίποτα ούτε για την ιστορία μας ούτε για την κατάστασή μας.
Και στη μέση βρισκόμαστε όλοι εμείς, οι άσημοι καθημερινοί άνθρωποι. Βυθισμένοι στις έγνοιες μας παραμένουμε η μεγάλη αλλά σιωπηλή πλειοψηφία. Προσπερνούμε χωρίς να κοιτάζουμε το κατεστραμμένο περίπτερο, τις μουτζουρωμένες πόλεις μας, τον κομματιασμένο κόσμο μας. Βαλθήκαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως ζούμε έναν εφιάλτη. Πώς είμαστε αθώοι, μικροί και ανήμποροι. Κι όμως, είμαστε περισσότερο ένοχοι από οποιουσδήποτε άλλους. Πότε επιτέλους θα ξυπνήσουμε;
Με την Ελλάδα να ασθμαίνει στο μαραθώνιο για την εκταμίευση της επόμενης δόσης, τα μέτρα να σκληραίνουν ολοένα, την κοινωνική σύγκρουση να επιτείνεται, εμένα ο νους μου έχει καρφωθεί σ’ ένα μικρό διαφημιστικό περίπτερο. Στήθηκε πριν από καμιά βδομάδα δίπλα στην Καμάρα, προφανώς για να υπενθυμίζει τους εορτασμούς για τα 100 χρόνια της απελευθέρωσης.
Ήταν αρκετά καλαίσθητο με τις βαθυκόκκινες αποχρώσεις του και τις παλιές φωτογραφίες της πόλης που απεικόνιζε. Θα μπορούσε ίσως να κινήσει το ενδιαφέρον μερικών από τους συνήθως βιαστικούς περαστικούς και τους φοιτητές που περιμένουν τα ραντεβού τους κάτω από την αψίδα. Και γράφω θα μπορούσε, γιατί το περίπτερο δεν υπάρχει πια. Άντεξε μόλις δυο – τρεις μέρες και μετά θάφτηκε κάτω από σκουπίδια και έντονα κόκκινα σπρέι.Μη βιαστείτε να σκεφτείτε πως βρίσκομαι εκτός τόπου και χρόνου. Για μένα εκείνο το περίπτερο αντιπροσωπεύει με τον πιο γλαφυρό τρόπο την πραγματικότητα γύρω μας.
Από τη μια έχουμε τον μικρόκοσμο της καμάρας και της ευρύτερη περιοχής του κέντρου: τοξικομανείς, ρακοσυλλέκτες, λαθρομετανάστες, «εναλλακτικούς» νεαρούς με μια μπύρα στο χέρι και μια μόνιμη οργισμένη απόγνωση στο βλέμμα τους. Περιφρονούν την κοινωνία που τους εξωθεί στη φτώχια και στο περιθώριο, απεχθάνονται τους εορτασμούς και τις γκλαμουριές, καίνε, καταστρέφουν, εξαφανίζουν κάθε τι που τους θυμίζει μισητά σύμβολα και θεσμούς. Για αυτούς δεν υπάρχει ιστορία, παρελθόν και μέλλον. Παρά μόνο ένα επώδυνο, αιώνιο παρόν.
Από την άλλη έχουμε τον κόσμο των πολιτικών, των επισήμων, των φορέων και των γραφειοκρατών. Σε μια μεγαλειώδη εκδήλωση εθελοτυφλίας έστησαν ένα περίπτερο στη μέση μιας από τις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές της Θεσσαλονίκης. Θα μας πουν ότι ήταν ένας φόρος τιμής στους αγώνες της απελευθέρωσης. Ότι ήταν μια πράξη αντίστασης και πολιτισμού εναντίον της καθημερινής μας μιζέριας. Δεν θα παραλείψουν να κατηγορήσουν τους βάρβαρους, απαίδευτους, κακομαθημένους νεοέλληνες, που δεν σέβονται τον τόπο και τα μνημεία του.
Δεν έχουν εντελώς άδικο αλλά αυτό δεν κρύβει την ανεπάρκειά τους. Όμοια με τους «άθλιους» του κέντρου, αποστρέφονται την πραγματικότητα. Ίσως κάποιοι να θέλουν ειλικρινά να την αλλάξουν. Όμως οι περισσότεροι αρκούνται στα φτιασιδώματα. Και σε λίγες μέρες θα σταθούν αγέρωχοι στις εξέδρες των παρελάσεων να μας αραδιάσουν τους τετριμμένους πανηγυρικούς λόγους τους, που δεν λένε τίποτα ούτε για την ιστορία μας ούτε για την κατάστασή μας.
Και στη μέση βρισκόμαστε όλοι εμείς, οι άσημοι καθημερινοί άνθρωποι. Βυθισμένοι στις έγνοιες μας παραμένουμε η μεγάλη αλλά σιωπηλή πλειοψηφία. Προσπερνούμε χωρίς να κοιτάζουμε το κατεστραμμένο περίπτερο, τις μουτζουρωμένες πόλεις μας, τον κομματιασμένο κόσμο μας. Βαλθήκαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως ζούμε έναν εφιάλτη. Πώς είμαστε αθώοι, μικροί και ανήμποροι. Κι όμως, είμαστε περισσότερο ένοχοι από οποιουσδήποτε άλλους. Πότε επιτέλους θα ξυπνήσουμε;