Στροφή στην "αποπαγκοσμιοποίηση";
Financial Times
Howard Davies
Τα 25 χρόνια που προηγήθηκαν την χρηματοπιστωτικής κρίσης είδαμε μια αξιοσημείωτη ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης. Ειδικότερα, οι διασυνοριακές χρηματοοικονομικές ροές αυξήθηκαν ταχύτατα. Οι δυτικοί επενδυτές μαζεύτηκαν στην Κίνα και σε άλλα μέλη των BRICs. Ένα νέο φαινόμενο, η ροή κεφαλαίων από το νότο προς το βορρά εμφανίστηκε, καθώς κρατικά κεφάλαια από την Ασία και τη Μέση Ανατολή εξαγόρασαν επιχειρήσεις και ενεργητικό στις αναπτυγμένες οικονομίες σε τεράστια κλίμακα.
Η μεγαλύτερη ανάπτυξη, όμως, ήταν στο επίπεδο των διακρατικών τραπεζικών δανειοδοτήσεων, πολλές εκ των οποίων είχαν ως ενδιάμεσο σταθμό το Λονδίνο. Η φιλοδοξία της Citibank ήταν να είναι παρούσα από τους δρόμους του Μανχάταν ως το Manama (πρωτεύουσα του Μπαχρέιν). Η HSBC περήφανα μας έλεγε, κάθε φορά που κατεβαίναμε από ένα αεροπλάνο ότι είναι «η παγκόσμια τοπική τράπεζα».
Από την κρίση και μετά, η τάση αντιστράφηκε. Ο διατραπεζικός δανεισμός υποχώρησε κάθετα και η φιλοδοξία των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών και αμερικανικών τραπεζικών ομίλων περιορίστηκε. Η HSBC αποσύρθηκε από αρκετές χώρες. Η Citibank και η Barclay’s έχουν άλλες ανησυχίες. Οι τράπεζες στην Ευρώπη παλεύουν να ενισχύουν τις κεφαλαιακές τους βάσεις και ενεργητικό τους από τις αναδυόμενες αγορές έχει χρησιμοποιηθεί για να ενισχύσει τους ισολογισμούς των μητρικών ομίλων.
Μπαίνουμε άραγε σε μια νέα φάση χρηματοοικονομικής «αποπαγκοσμιοποίησης»; Αν ναι, πρέπει να μας ενδιαφέρει;
Ένα μέρος από αυτή την οπισθοχώρηση ήταν αναπόφευκτη, οπότε θα πρέπει να την καλοσωρίσουμε. Οι τράπεζες είχαν γιγαντωθεί πέραν των ορίων. Η όρεξη για επέκταση είχε υπερβεί τα όρια που μπορούσαν να «χωνέψουν». Δεν πρέπει να μετανιώνουμε για την οπισθοχώρηση των Ισλανδικών και Ιρλανδικών τραπεζών πίσω στις χώρες τους.
Υπάρχουν, όμως, σημάδια ότι ένα μέρος της οπισθοχώρησης των τραπεζών οφείλεται στις κινήσεις που έγιναν από τις ρυθμιστικές αρχές και σε ένα είδος χρηματοπιστωτικού «προστατευτισμού», κάτι που μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνο με τον «προστατευτισμό» σε επίπεδο εμπορίας αγαθών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικά στην Ευρώπη, ορισμένες κρατικές ρυθμιστικές αρχές ζήτησαν από τις τράπεζες που ελέγχουν να επιστρέψουν ρευστότητα από τις θυγατρικές τους προκειμένου να βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία τους, πιθανά έχοντας πάρει σε υπερβολικό βαθμό το μάθημα από την πτώχευση της Lehman.
Οι ρυθμιστικές αρχές στις ΗΠΑ πιέζουν τις τράπεζες να μετατρέψουν σε αυτόνομες θυγατρικές τις δραστηριότητες τους στο εξωτερικό με ξεχωριστή κεφαλαιακή επάρκεια (όπως έχουν κάνει οι Καναδοί εδώ και κάποιο καιρό).
Ακόμα και στην ΕΕ, όπου οι τράπεζες έχουν το νομικό δικαίωμα να δραστηριοποιούνται σε περισσότερα του ενός κράτη εντός της ένωσης με την άδεια μιας κρατικής αρχής, πιέζονται να δημιουργήσουν τοπικές θυγατρικές. Κανείς δεν θέλει να επαναληφθεί η πανωλεθρία της Ισλανδίας, όταν η Βρετανική και Ολλανδική κυβέρνηση βρέθηκαν να διασώζουν τους καταθέτες τραπεζών στις οποίες δεν είχαν δώσει οι ίδιες άδεια λειτουργίας.
Δεν υπάρχουν όμως μέτρα δίχως κόστος. Εχουν ως συνέπεια ρευστότητα και κεφάλαια να παγιδεύονται εκεί όπου δεν χρειάζονται, κάτι που σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιούνται με το βέλτιστο τρόπο, κάτι που θα αυξήσει το κόστος της πίστωσης. Σε απάντηση οι τράπεζες αποσύρονται από κάποιες αγορές μειώνοντας τον ανταγωνισμό. Οι τοπικές αρχές αντιδρούν αλλάζοντας τους κανόνες προς όφελος των τοπικών τραπεζών. Ενας κύκλος διακρίσεων και «τοπικισμού» εγκαθιδρύεται.
Το Financial Stability Board (FSB) ανησυχεί για αυτές τις τάσεις, όπως και το ΔΝΤ. Αναγνωρίζουν τον κίνδυνο. Το 2013 θα είναι μια κρίσιμη χρονιά. Θα υιοθετήσουν οι κεντρικές τράπεζες και οι ρυθμιστικές αρχές την χρηματοοικονομική «αποπαγκοσμιοποίηση» με ενθουσιασμό, σε απάντηση στις τοπικές πολιτικές πιέσεις ή θα βρουν μια νέα ισορροπία στην οποία τα μαθήματα της κρίσης εσωματώνονται σε μια νέα προσέγγιση η οποία προστατεύει τα θετικά των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών; Είναι κρίσιμο να βρεθεί η σωστή απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Howard Davies
Τα 25 χρόνια που προηγήθηκαν την χρηματοπιστωτικής κρίσης είδαμε μια αξιοσημείωτη ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης. Ειδικότερα, οι διασυνοριακές χρηματοοικονομικές ροές αυξήθηκαν ταχύτατα. Οι δυτικοί επενδυτές μαζεύτηκαν στην Κίνα και σε άλλα μέλη των BRICs. Ένα νέο φαινόμενο, η ροή κεφαλαίων από το νότο προς το βορρά εμφανίστηκε, καθώς κρατικά κεφάλαια από την Ασία και τη Μέση Ανατολή εξαγόρασαν επιχειρήσεις και ενεργητικό στις αναπτυγμένες οικονομίες σε τεράστια κλίμακα.
Η μεγαλύτερη ανάπτυξη, όμως, ήταν στο επίπεδο των διακρατικών τραπεζικών δανειοδοτήσεων, πολλές εκ των οποίων είχαν ως ενδιάμεσο σταθμό το Λονδίνο. Η φιλοδοξία της Citibank ήταν να είναι παρούσα από τους δρόμους του Μανχάταν ως το Manama (πρωτεύουσα του Μπαχρέιν). Η HSBC περήφανα μας έλεγε, κάθε φορά που κατεβαίναμε από ένα αεροπλάνο ότι είναι «η παγκόσμια τοπική τράπεζα».
Από την κρίση και μετά, η τάση αντιστράφηκε. Ο διατραπεζικός δανεισμός υποχώρησε κάθετα και η φιλοδοξία των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών και αμερικανικών τραπεζικών ομίλων περιορίστηκε. Η HSBC αποσύρθηκε από αρκετές χώρες. Η Citibank και η Barclay’s έχουν άλλες ανησυχίες. Οι τράπεζες στην Ευρώπη παλεύουν να ενισχύουν τις κεφαλαιακές τους βάσεις και ενεργητικό τους από τις αναδυόμενες αγορές έχει χρησιμοποιηθεί για να ενισχύσει τους ισολογισμούς των μητρικών ομίλων.
Μπαίνουμε άραγε σε μια νέα φάση χρηματοοικονομικής «αποπαγκοσμιοποίησης»; Αν ναι, πρέπει να μας ενδιαφέρει;
Ένα μέρος από αυτή την οπισθοχώρηση ήταν αναπόφευκτη, οπότε θα πρέπει να την καλοσωρίσουμε. Οι τράπεζες είχαν γιγαντωθεί πέραν των ορίων. Η όρεξη για επέκταση είχε υπερβεί τα όρια που μπορούσαν να «χωνέψουν». Δεν πρέπει να μετανιώνουμε για την οπισθοχώρηση των Ισλανδικών και Ιρλανδικών τραπεζών πίσω στις χώρες τους.
Υπάρχουν, όμως, σημάδια ότι ένα μέρος της οπισθοχώρησης των τραπεζών οφείλεται στις κινήσεις που έγιναν από τις ρυθμιστικές αρχές και σε ένα είδος χρηματοπιστωτικού «προστατευτισμού», κάτι που μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνο με τον «προστατευτισμό» σε επίπεδο εμπορίας αγαθών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικά στην Ευρώπη, ορισμένες κρατικές ρυθμιστικές αρχές ζήτησαν από τις τράπεζες που ελέγχουν να επιστρέψουν ρευστότητα από τις θυγατρικές τους προκειμένου να βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία τους, πιθανά έχοντας πάρει σε υπερβολικό βαθμό το μάθημα από την πτώχευση της Lehman.
Οι ρυθμιστικές αρχές στις ΗΠΑ πιέζουν τις τράπεζες να μετατρέψουν σε αυτόνομες θυγατρικές τις δραστηριότητες τους στο εξωτερικό με ξεχωριστή κεφαλαιακή επάρκεια (όπως έχουν κάνει οι Καναδοί εδώ και κάποιο καιρό).
Ακόμα και στην ΕΕ, όπου οι τράπεζες έχουν το νομικό δικαίωμα να δραστηριοποιούνται σε περισσότερα του ενός κράτη εντός της ένωσης με την άδεια μιας κρατικής αρχής, πιέζονται να δημιουργήσουν τοπικές θυγατρικές. Κανείς δεν θέλει να επαναληφθεί η πανωλεθρία της Ισλανδίας, όταν η Βρετανική και Ολλανδική κυβέρνηση βρέθηκαν να διασώζουν τους καταθέτες τραπεζών στις οποίες δεν είχαν δώσει οι ίδιες άδεια λειτουργίας.
Δεν υπάρχουν όμως μέτρα δίχως κόστος. Εχουν ως συνέπεια ρευστότητα και κεφάλαια να παγιδεύονται εκεί όπου δεν χρειάζονται, κάτι που σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιούνται με το βέλτιστο τρόπο, κάτι που θα αυξήσει το κόστος της πίστωσης. Σε απάντηση οι τράπεζες αποσύρονται από κάποιες αγορές μειώνοντας τον ανταγωνισμό. Οι τοπικές αρχές αντιδρούν αλλάζοντας τους κανόνες προς όφελος των τοπικών τραπεζών. Ενας κύκλος διακρίσεων και «τοπικισμού» εγκαθιδρύεται.
Το Financial Stability Board (FSB) ανησυχεί για αυτές τις τάσεις, όπως και το ΔΝΤ. Αναγνωρίζουν τον κίνδυνο. Το 2013 θα είναι μια κρίσιμη χρονιά. Θα υιοθετήσουν οι κεντρικές τράπεζες και οι ρυθμιστικές αρχές την χρηματοοικονομική «αποπαγκοσμιοποίηση» με ενθουσιασμό, σε απάντηση στις τοπικές πολιτικές πιέσεις ή θα βρουν μια νέα ισορροπία στην οποία τα μαθήματα της κρίσης εσωματώνονται σε μια νέα προσέγγιση η οποία προστατεύει τα θετικά των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών; Είναι κρίσιμο να βρεθεί η σωστή απάντηση σε αυτό το ερώτημα.