Νάρκη
Του Νίκου Γεωργαντώνη
Κοιτάξαμε τον κόσμο. Κρύος ο κόσμος… Παγερός. Απόμακρος. Οι άνθρωποι, σαν τυφλοπόντικες, είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους… Περπατάνε, πηγαίνουν στις δουλειές τους… – ε; και τι μ’ αυτό; Τίποτα. Αμίλητοι, δουλεύουνε σαν τα σκυλιά και κουρασμένοι, χαμένοι γυρνάνε στα σπίτια τους, τρώνε και κοιμούνται… Αυτός είναι ο κόσμος τους, τέτοια η ζωή τους. Δεν την θέλουν…
Και τι να πουν. Σάμπως τι έμεινε να συζητάνε; Για τον καναπέ, για την καιγούργια τηλεόραση, για κανένα διακοσμητικό και τις κουρτίνες τους, για τις διακοπές – όσοι πάνε διακοπές… – για τα ρούχα τους, για τα παπούτσια τους… Ανούσια!
Χάθηκε ο κόσμος κι οι σχέσεις των ανθρώπων. Πάει η ζέστα κι η συντροφιά…
Και το φωνάζουν οι παλιοί. “Φτώχεινε ο κόσμος, παιδί μου… Παν οι καιροί, πέρασαν. Κάποτε έβγαινε ο γείτονας να σου πει καλημέρα και γέμιζε ήλιο η μέρα σου! Τώρα, κάνει να σ’ αποφύγει, να μη σε δει… Σάμπως σε ξέρει δηλαδή!”
Εμείς βέβαια υποστηρίξαμε τη ζωή που ζήσαμε: Δεν είχαμε πολέμους, δεν είχαμε φτώχια, είχαμε ένα πιάτο φαί, σπουδάσαμε, οι δάσκαλοι στο σχολείο πέταξαν τις βέργες, τα χέρια μας ήταν μαλακά… Έπειτα, τις ευκολίες που κερδίσαμε… πού τις πας; Τι φούρνοι, τι πλυντήρια, τι αυτοκίνητα οικογενειακά, τι κινηματογράφοι σύγχρονοι. Και έρ-κοντίσιον, και καλλυντικά, και ρούχα όμορφα, πολλά για να διαλέξεις. Έρωτες ανέμελοι… βόλτες… “Πού τα πας όλα αυτά;” λέγαμε θιγμένοι.
“Ναι, ναι…” απαντούσαν εκείνοι “καλά όλα αυτά, ωραία, κι όμορφα… Μα δεν είναι σαν εκείνες τις εποχές…
Μες τις δυσκολίες χωρούσε ένα χαμόγελο. Αντίκρυζες τον συνάνθρωπό σου και τον έλεγες αδερφό σου…”
“Σήμερα δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι;”
“Ναι, υπάρχουν. Σπανίζουν όμως. Δεν τους βρίσκεις εύκολα. Κι αν είναι καλοί, πολλές φορές είναι φοβισμένοι.”
“Φοβισμένοι;”
“Φοβισμένοι. Κλεισμένοι στο μπουντρούμι της ψυχής τους. Εκεί πέταξαν το κορμί τους, εκεί το εξόρισαν. Καλυτέρεψαν οι καιροί, μεγάλωσαν οι ανέσεις, την ψυχή μας όμως την κατάντησαν νωθρή… και την πέταξαν στο σκοτάδι να μη φωνάζει, να μη βλέπει, να μη διαμαρτύρεται… Περπατάμε και δεν βλέπουμε. Βλέπουμε και δεν ξέρουμε που πάμε…”
“Δεν σε καταλαβαίνω.”
“Θα καταλάβεις. Σιγά σιγά. Θα δεις. Θα μάθεις… Δεν χρειάζεται να βιάζεσαι. Με το δικό σου μυαλό πρέπει να πορεύεσαι.”
Άλλες φορές πάλι, κάποιο ήσυχο δειλινό, λέγονταν πράγματα ακατανόητα…
“Στη φωτιά ο άνθρωπος χαμογελά πραγματικά!… Μόνο στη φωτιά σπαθίζει τις πίκρες του ο άνθρωπος και ζεσταίνεται η ψυχή του. Και ζεσταίνεται ο κόσμος… και προχωρά!”
“Δεν το καταλαβαίνω αυτό που λες.” απαντούσαμε.
“Άκου να σου πω μια ιστορία…
Κάποτε αιώνες πριν, σε μια χώρα μακρινή, απέραντη και παγωμένη υπήρχε ένα χωριό στο οποίο βασίλευε πάντα ο χειμώνας…”
“Ο χειμώνας;… Δηλαδή εκεί είχε μόνο χειμώνα!”
“Ναι! Γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο ψυχροί που πάντα έκανε κρύο… Κανείς δε μιλούσε με τον διπλανό του, κανείς δε βοηθούσε σε μια ανάγκη τον συγχωριανό του, όλοι κοιτούσαν πως να ξεγελάσουν, πως να κοροιδέψουν, πως να εκμεταλλευτούν ο ένας τον άλλο… Οι πλούσιοι τους φτωχούς, οι φτωχοί τους πλούσιους, οι φτωχοί τους φτωχούς… και μόνο κάποιες σπίθες ανθρωπιας έφεγγαν για λίγο μόνο μέσα στη νύχτα σαν φοβισμένες πυγολαμπίδες…
Μια μέρα όμως… «Φωτιά! Φωτιά!» φωνάζει ένας χωριάτης. «Φωτιά χωριανοί! Φωτιά! Καίγεται ο αχερώνας. Φωτιά!»…
Και τότε, σαν νά γιναν μάγια, τρέξαν όλοι μονομιάς, βγήκαν απ’ τα σπίτια, φτιάξαν αλυσίδες, από το ποτάμι μέχρι τον αχερώνα και χέρι με χέρι μετέφεραν κουβάδες με νερό, και τους έριχναν στη φωτιά…
Κι έσβησε η φωτιά. Και σώθηκε το χωριό.
Οι άνθρωποι τώρα ξαπόσταιναν ανακουφισμένοι. Γελούσαν. Αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο. Τραγουδούσαν… Πλούσιοι και φτωχοί, γέροι και παιδιά, γυναίκες και άντρες… Όλοι, ήταν μονιασμένοι… Εκεί, που πριν λίγο βασίλευε ο φθόνος και η πονηριά, τώρα, μεσουρανούσε η καλοσύνη κι η αυταπάρνηση… Εκεί, που λίγο πριν ο όφις δάγκωνε τις άχρηστες καρδιές των χωριανών και στάλαζε φαρμάκι εξαφανίζοντας κάθε πορφύρα ανθρωπιάς, τώρα, γιασεμί λουλούδιζε πυκνό σαν άνοιξη, στον κήπο των ανθρώπων… Ήταν μια νύχτα αξέχαστη για το χωριό. Και πάντα, κάθε χρόνο, το θυμόνταν· και χαίρονταν οι άνθρωποι· κι ευχαριστιόνταν…”
Μα η ιστορία είχε εξάψει τη φαντασία και πλήθος απορίες γεννιόνταν.
“Και γιατί αφού μισιούνταν έτρεξαν όλοι να σβήσουν τη φωτιά;” ρωτούσαμε.
“Όταν κινδυνεύει να καεί όλο το χωριό οι άνθρωποι τότε μπορούν να καταλάβουν ότι οι διαφορές τους είναι ασήμαντες μπροστά στο κακό του αφανισμού τους… Αν ακούσουν την καρδιά τους, εύκολα θα πράξουν έτσι, δίχως να σκεφτούν… Αν πάλι κάποιοι σκεφτούν… τα μίση και τις διαφορές τους και κάτσουν σπίτι τους να προστατεύσουν μόνοι τα υπάρχοντά τους κι ό,τι με κόπο κέρδισαν… ε, αυτοί, παιδί μου, πρώτοι θα χαθούν… Όχι μόνο γιατί δεν πρόκειται κανείς να τους βοηθήσει, αλλά και γιατί η φωτιά — αν φτάσει σπίτι τους — θα είναι τόσο μεγάλη που θα αφανίσει ολάκαιρο το χωριό, κι αυτούς μαζί… Τέτοια απανθρωπιά κι άνθρωποι βρώμικοι δεν την αντέχουν…”
Οι άνθρωποι όμως σήμερα δεν ευτυχούν να πιάσει φωτιά… Κυκλοφορούν σαν τα φαντάσματα. Γελάν και διαπομπεύουν τη θλίψη τους. Είναι μαζί και είναι αβάσταχτα μόνοι. “Παν οι καιροί, πέρασαν. Φτώχεινε ο κόσμος…”
Σαν να μην είναι τόσο ψέμα τελικά…
******
Ας ανάψει μια φωτιά! Ας φωτίσει ο κόσμος! Ας ζεστάνουν οι ψυχές των ανθρώπων! Ας μονιάσουν τα θηρία! Κάπως πρέπει να ζήσουμε.
Δε ρωτήσαμε όμως… Πώς τις φωτιές κρατάμε για πάντα αναμένες. Πώς τις ψυχές μας πάντα συγκινημένες διατηρούμε. Και πώς μια άλλη φλόγα παίρνει τη θέση παλιάς αγαπημένης. Αυτά, δεν τα ρωτήσαμε… Θα μάθουμε. Ας ανάψει μια φωτιά!
ilesxi