19:40
Πάλι δεν κατάφερε να φύγει από τη δουλειά πριν τις εφτά. Τους τελευταίους μήνες είναι λες και κάποιος μας εκδικείται στο γραφείο, επαναλαμβάνει σε κάθε έναν που τον ρωτάει πως πάει. Μπαίνει στο αυτοκίνητο, παίζει επανάληψη ελληνοφρένειας, ανάβει το ήδη στριμμένο τσιγάρο πριν καν βάλει πρώτη και ξεκινάει αυτή την ίδια διαδρομή προς το σπίτι. Στα φανάρια κοιτάει έξω αυτούς που περπατάνε με τα σκουφιά και τα κασκόλ. Χτες χιόνιζε, έβαλε κρύο, σκέφτεται, το σπίτι του που θα ναι πάλι στους μείον. Ανάβει τη θέρμανση, δε δουλεύει πάλι η μαλακία, βγάζει κρύο αέρα, το κλείνει. Στρίβει το επόμενο τσιγάρο και αρχίζει να ανεβαίνει την Αλεξάνδρας. Γαμημένη κίνηση λέει, πάλι θα κάνω μια ώρα να φτάσω.
Γράφει η mpananas
Κολλημένα όλα γύρω του, όσο προσπερνάει την Ιπποκράτους ακούγονται αχνά συνθήματα. Το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο από όλα τα κελιά, ακούγεται έξω από το αυτοκίνητο. Κατεβάζει το παράθυρο για να ακούει καλύτερα και παρατηρεί όλους αυτούς που ανεβαίνουν την Αλεξάνδρας. Τι έγινε σήμερα, ούτε ξέρει. Άκουσε κάποιον στο γραφείο να λέει πως κάποιοι μπήκαν στα γραφεία της ΔΗΜΑΡ, κάτι για τη βίλα Αμαλίας. Έπηζε τόσο που δεν πρόλαβε καν να μπει να διαβάσει τι συνέβη σήμερα. Νιώθει σαν να ζει κάπου αλλού. Καθώς περνάει έξω από τη ΓΑΔΑ, τους βλέπει να είναι χιλιάδες. Σκέφτεται να ρωτήσει γιατί διαδηλώνουν, ντρέπεται που δε ξέρει και συνεχίζει να τους κοιτάει. Μιλάνε μεταξύ τους, καπνίζουν, φωνάζουν συνθήματα. Στρίβει στη Σούτσου και ψάχνει να παρκάρει. Δεν ξέρει καν ακριβώς γιατί το κάνει όλο αυτό, τι σημασία έχει που δεν ξέρει.
Έχει καιρό να βρεθεί στο δρόμο, ένιωσε πως δεν έβγαινε τίποτα με τις πορείες, με όλα αυτά. Έσφιξαν και τα πράγματα στη δουλειά, δεν είχε και πολλές επιλογές, τις μισές τις έχανε γιατί δούλευε. Αλλά δεν είναι κι από κείνους που αντέχουν αυτό το σπίτι-δουλειά-σπίτι-δουλειά και τους τελευταίους μήνες έχει αρχίσει και πνίγεται.
Βρίσκεται πλέον με τα πόδια στην Αλεξάνδρας, εκεί μπροστά από την τράπεζα Κύπρου, κοιτάει τη ΓΑΔΑ. Πιάνει συζήτηση με κάτι παιδιά πιο δίπλα, 140 προσαγωγές, οι 100 έγιναν συλλήψεις του λένε. Στρίβει κι άλλο τσιγάρο, το κεφάλι του παγώνει από το κρύο, τώρα ξέρει γιατί είναι εκεί και σαν να νιώθει καλύτερα. Ανάμεσα σε όλους αυτούς, νιώθει καλύτερα από ότι έχει νιώσει όλη μέρα.
Είναι κάτι ζωντανό εκεί, ανάμεσα σε όλους αυτούς που βρίσκονται στο κρύο έξω από τη ΓΑΔΑ υπάρχει κάτι το ζεστό. Είναι πιο ζεστά εκεί από το σπίτι του, από τη δουλειά του. Τα βλέμματα είναι διαφορετικά εδώ. Γιατί δεν έμαθα νωρίτερα, γιατί δεν πήρα χαμπάρι σκέφτεται και μετράει που να ναι ο έβδομος όροφος στο κτίριο. Εκεί κάπου μέσα είναι 100 σαν κι εμένα. Τι να κάνουν, τι να τους κάνουν; Σκέφτεται το συμφοιτητή του το Γιώργο που του λέγε πάντα για τη βίλα. Λες να ναι και ο Γιώργος εκεί;
Εγώ που είμαι; Εγώ που είμαι γαμώτο. Θυμώνει, ντρέπεται, σκέφτεται τη δουλειά, πόσο ακόμα να αντέχει εκεί. Κάποιοι παλεύουν για αυτά που και κείνος πιστεύει. Κάποιοι παλεύουν όσο εγώ πηγαίνω κάθε μέρα εκεί και με στύβουν, μέχρι την ώρα που θα μου πουν πως δε με χρειάζονται άλλο, σκέφτεται. Στο πανεπιστήμιο με το Γιώργο έλεγε πως ποτέ δε θα γίνουν αυτό που είναι αυτός σήμερα. Χαμένος ανάμεσα στο σπίτι-δουλειά-σπίτι-δουλειά, μαθαίνει τι συμβαίνει με καθυστέρηση.
Βγάζει το τηλέφωνο, παίρνει το Γιώργο που χει να τον δει κάνα χρόνο και να του μιλήσει κάνα εξάμηνο. Καλεί, αυτό είναι καλό σκέφτεται, που σαι ρε μαλάκα μικροαστέ του λέει γελώντας ο Γ. Εδώ στην Αλεξάνδρας είμαι και σε σκέφτηκα, είσαι καλά; Ναι ρε φίλε, κι εγώ εδώ είμαι, έλα μπροστά στα δεξιά κάθομαι, εκεί που είναι οι δημοσιογράφοι.
Προσπερνώντας τον κόσμο για να φτάσει μπροστά σκέφτεται πόσο του έλειψε ο φίλος του, πάλι χάθηκε με τη κωλοδουλειά. Τον βλέπει, ίδιος είναι, σαν 22 χρονών είναι ακόμα. Αγκαλιάζονται , του φεύγουν δάκρυα. Τι κλαις ρε μαλάκα, τι έπαθες, όλα καλά;
Που να σου λέω ρε, πες πως συγκινήθηκα που σε είδα. Πες πως μου έλειψες. Εσύ και η ζωή μου.