Δεν είναι αυτή η επανάσταση...
Από παιδί βλέπεις τους δικούς σου να λιώνουν για το μεροκάματο, τους φίλους σου να μην έχουν στον ήλιο μοίρα, το μέλλον να πεθαίνει πριν ακόμα γεννηθεί. Σχολείο, στρατός, δουλειά, γάμος, δάνειο, παιδιά, γηρατειά, θάνατος.
Την έχεις δει τη ρημάδα την ταινία, με πρωταγωνιστές φίλους, γνωστούς και συγγενείς, ξανά και ξανά και ξανά. Και δεν θέλεις να την ξαναδείς – πόσο μάλλον να παίξεις σε αυτή. Διαβάζεις, ακούς, μιλάν, μαθαίνεις και έχεις πια πειστεί πως τίποτα δεν θα αλλάξει με την καλή τη θέληση και την κουβέντα. Και όσο περνάει ο καιρός, χειρότερα…
Από μικρός στην αντίδραση και στο διάβασμα και στην κόντρα – με το σπίτι, με τους δασκάλους, με τους φίλους και με τον περίγυρο. Και βέβαια βγήκες σε πορείες. Στην αρχή δεν ήξερες με ποιους να πας και ποιοι είναι οι «δικοί σου». Άλλοι σε διώξανε, άλλοι δεν σε ξέρανε, ούτε σε εμπιστεύονταν, μόνοι δικοί σου τα «φρικιά», οι «ανάρχες», οι «μαύροι». Μόνο αυτοί σε βοηθήσανε όταν σας κυνηγούσαν οι μπάτσοι, μόνο αυτοί κάθισαν και μίλησαν μαζί σου, μόνο αυτοί σε άκουσαν.
Προφανώς και πέρασες και από τις γειτονιές και τα στέκια τα γνωστά. Και σίγουρα με τον καιρό έμπλεξες ή ξέμπλεξες, οι μπάτσοι σε πιάσανε ή τους ξέφυγες. Και τελικά βρήκες τους συντρόφους σου, γιατί αυτά που σε καίγανε έκαιγαν και άλλους. Και οι απαντήσεις τους, αλλά και οι ερωτήσεις τους, σου ταίριαζαν. Είδες πως δεν είσαι μόνος. Είδες πως και άλλοι ενοχλούνται, σκέφτονται, πονάνε σαν κι εσένα. Και τι άλλο μπορεί να είναι εκτός από σύντροφοί σου; Αφού την ίδια γλώσσα μιλάτε. Πορείες μαζί, ξύλο μαζί, «βία στη βία της εξουσίας» μαζί, «η βία είναι το θηλυκό του βίου» μαζί.
Τον τελευταίο καιρό, τα πράγματα έχουν χειροτερέψει. Είναι καιρός τώρα που κουράστηκες ν’ ανέχεσαι. Αυτοί να μιλάνε και εσύ να σωπαίνεις. Αυτοί να βαράνε και εσύ να τις τρως. Αυτοί να βρίζουνε και εσύ να κρύβεσαι. Αυτοί να διατάζουν και εσύ όλο και να καμπουριάζεις τη ράχη. Αρκετά δεν είναι μέχρι εδώ; Δεν βαρέθηκες να είσαι το θύμα, δεν κουράστηκες να σε πατάνε, δεν σε νοιάζει που αυτοί κάνουν ό,τι θέλουν στη ράχη μας επάνω; Και αφού αυτοί έχουν δικά τους τα κόζα, τις πλάτες, τις γνωριμίες, τα κολλητηλίκια, εσένα τι σου μένει τελικά;
Τίποτα… να τι σου μένει…
Οι γονείς σου, κι αυτοί ξέχασαν, άλλαξαν, γέρασαν. Άρχισαν να λένε πως τα παιδιά τους δεν έχουν τις ευκαιρίες που μέχρι και οι ξένοι έχουν πια στην πατρίδα (τους). Τα αδέλφια σου σού λένε πως με τις ιδέες που έχεις θα δυστυχήσεις και να κόψεις τις μαλακίες. Οι φίλοι που δεν ανήκουν στο χώρο σου λένε πως είναι καιρός να σοβαρευτείς, γιατί έχεις πια οικογένεια – ή ίσως να πρέπει να κάνεις οικογένεια.
Και η επανάσταση που κίνησε για να ’ρθει; Και ο καλύτερος κόσμος που ευαγγελίζεσαι για τα παιδιά σου; Και η ταπείνωση που νιώθεις για ό,τι ακούς, για ό,τι ανέχεσαι, για ό,τι βλέπεις να κάνουν και να λένε αυτοί που διαφεντεύουν τη δουλειά, τη ζωή, το μέλλον όλων μας;
Σε αυτό το σταυροδρόμι, σε μια πορεία, σε κάποια αψιμαχία με τους φασίστες βρίσκεσαι να σε βαράνε και να βαράς. Σηκώσαν χέρι πάνω σας, πάνω στους φίλους σου, πάνω στους συντρόφους σου, οι αλήτες, τα δειλά καθάρματα, τα ναζιστικά σκουλήκια, οι δούλοι του κρατισμού.
Τον αποφεύγεις τον κοντοκουρεμένο με το ξύλο που θέλει να σου ανοίξει το κεφάλι, και τον χτυπάς εσύ…
Και πέφτει κάτω…
Και όπως τον κλωτσάς –εκείνος θα σε μαχαίρωνε, το ξέρεις καλά– τον ακούς…
Βογγάει…
—Ωχ, μάνα μου…!
Πες μου πώς ένιωσες. Ανατρίχιασες ή κάβλωσες;
Αν κάβλωσες, αν το φχαριστήθηκες, αν ένιωσες σπουδαίος πολεμιστής και επαναστάτης, αν πιστεύεις πως έφερες ένα βήμα πιο κοντά την επανάσταση και έδωσες ένα χτύπημα στον φασισμό, μετά λύπης μου σού δηλώνω πως γελάστηκες. Ακριβώς το αντίθετο έκανες. Αναπαρήγαγες τον φασισμό, χάρηκες με την επιβολή του δυνατού πάνω στον πιο αδύναμο. Κι αν ακόμα κέρδισες τη σημερινή μάχη, έχασες κατά κράτος τον πόλεμο. Σε νίκησε ο φασίστας, ο πεσμένος στα πόδια σου. Θα γυρίσεις σπίτι σου φαινομενικά νικητής, τροπαιούχος και τροπαιοφόρος, ήρωας των μαζών και πολεμιστής του προλεταριάτου, και…;
Αργά η γρήγορα, όταν ή αυτός θα έχει φάει εσένα ή εσύ αυτόν, τα πράγματα θα είναι τα ίδια όπως και πριν. Ο ένας φασισμός θα έχει αντικαταστήσει τον άλλο.
Αν πάλι ανατρίχιασες, τότε κάπου, κάποτε, ένιωσες σαν κι εμένα. Πιθανόν να ένιωσες πως κάπου λοξοδρόμησες και έχασες το δρόμο σου. Ίσως ένιωσες πως αυτός που έκανε λάθος στις επιλογές του, αυτός που είναι εχθρός σου, αυτός που θα χαρεί τελικά να σου κάνει κακό, δεν ήρθε στον κόσμο με άλλο τρόπο από αυτόν που ήρθες κι εσύ. Πως όσο και να σας χωρίζουν στολές, ιδεολογίες, πολιτικές, εσύ –επειδή ακριβώς ξέρεις ποιος είναι ο δρόμος ο σωστός– πρέπει να τον δείξεις και σε αυτόν, επειδή εκείνος δεν τον έχει ούτε καν φανταστεί. Πως δεν είναι αυτή η επανάσταση και πως τον κόσμο πρέπει να τον κάνεις καλύτερο, αν έχεις τσίπα και πιστεύεις σε όσα λες.
Και ναι, δεν θα σε ακούσει. Και όχι, δεν θα σε ακολουθήσει. Και θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει και την επόμενη φορά που θα συναντηθείτε.
Αλλά έτσι είναι…
Πρώτα αδιαφορούν για ’σένα. Μετά γελάνε μαζί σου. Μετά σε πολεμάν. Μετά νικάς. – Μαχάτμα Γκάντι
exadaktylos
1greek
Την έχεις δει τη ρημάδα την ταινία, με πρωταγωνιστές φίλους, γνωστούς και συγγενείς, ξανά και ξανά και ξανά. Και δεν θέλεις να την ξαναδείς – πόσο μάλλον να παίξεις σε αυτή. Διαβάζεις, ακούς, μιλάν, μαθαίνεις και έχεις πια πειστεί πως τίποτα δεν θα αλλάξει με την καλή τη θέληση και την κουβέντα. Και όσο περνάει ο καιρός, χειρότερα…
Από μικρός στην αντίδραση και στο διάβασμα και στην κόντρα – με το σπίτι, με τους δασκάλους, με τους φίλους και με τον περίγυρο. Και βέβαια βγήκες σε πορείες. Στην αρχή δεν ήξερες με ποιους να πας και ποιοι είναι οι «δικοί σου». Άλλοι σε διώξανε, άλλοι δεν σε ξέρανε, ούτε σε εμπιστεύονταν, μόνοι δικοί σου τα «φρικιά», οι «ανάρχες», οι «μαύροι». Μόνο αυτοί σε βοηθήσανε όταν σας κυνηγούσαν οι μπάτσοι, μόνο αυτοί κάθισαν και μίλησαν μαζί σου, μόνο αυτοί σε άκουσαν.
Προφανώς και πέρασες και από τις γειτονιές και τα στέκια τα γνωστά. Και σίγουρα με τον καιρό έμπλεξες ή ξέμπλεξες, οι μπάτσοι σε πιάσανε ή τους ξέφυγες. Και τελικά βρήκες τους συντρόφους σου, γιατί αυτά που σε καίγανε έκαιγαν και άλλους. Και οι απαντήσεις τους, αλλά και οι ερωτήσεις τους, σου ταίριαζαν. Είδες πως δεν είσαι μόνος. Είδες πως και άλλοι ενοχλούνται, σκέφτονται, πονάνε σαν κι εσένα. Και τι άλλο μπορεί να είναι εκτός από σύντροφοί σου; Αφού την ίδια γλώσσα μιλάτε. Πορείες μαζί, ξύλο μαζί, «βία στη βία της εξουσίας» μαζί, «η βία είναι το θηλυκό του βίου» μαζί.
Τον τελευταίο καιρό, τα πράγματα έχουν χειροτερέψει. Είναι καιρός τώρα που κουράστηκες ν’ ανέχεσαι. Αυτοί να μιλάνε και εσύ να σωπαίνεις. Αυτοί να βαράνε και εσύ να τις τρως. Αυτοί να βρίζουνε και εσύ να κρύβεσαι. Αυτοί να διατάζουν και εσύ όλο και να καμπουριάζεις τη ράχη. Αρκετά δεν είναι μέχρι εδώ; Δεν βαρέθηκες να είσαι το θύμα, δεν κουράστηκες να σε πατάνε, δεν σε νοιάζει που αυτοί κάνουν ό,τι θέλουν στη ράχη μας επάνω; Και αφού αυτοί έχουν δικά τους τα κόζα, τις πλάτες, τις γνωριμίες, τα κολλητηλίκια, εσένα τι σου μένει τελικά;
Τίποτα… να τι σου μένει…
Οι γονείς σου, κι αυτοί ξέχασαν, άλλαξαν, γέρασαν. Άρχισαν να λένε πως τα παιδιά τους δεν έχουν τις ευκαιρίες που μέχρι και οι ξένοι έχουν πια στην πατρίδα (τους). Τα αδέλφια σου σού λένε πως με τις ιδέες που έχεις θα δυστυχήσεις και να κόψεις τις μαλακίες. Οι φίλοι που δεν ανήκουν στο χώρο σου λένε πως είναι καιρός να σοβαρευτείς, γιατί έχεις πια οικογένεια – ή ίσως να πρέπει να κάνεις οικογένεια.
Και η επανάσταση που κίνησε για να ’ρθει; Και ο καλύτερος κόσμος που ευαγγελίζεσαι για τα παιδιά σου; Και η ταπείνωση που νιώθεις για ό,τι ακούς, για ό,τι ανέχεσαι, για ό,τι βλέπεις να κάνουν και να λένε αυτοί που διαφεντεύουν τη δουλειά, τη ζωή, το μέλλον όλων μας;
Σε αυτό το σταυροδρόμι, σε μια πορεία, σε κάποια αψιμαχία με τους φασίστες βρίσκεσαι να σε βαράνε και να βαράς. Σηκώσαν χέρι πάνω σας, πάνω στους φίλους σου, πάνω στους συντρόφους σου, οι αλήτες, τα δειλά καθάρματα, τα ναζιστικά σκουλήκια, οι δούλοι του κρατισμού.
Τον αποφεύγεις τον κοντοκουρεμένο με το ξύλο που θέλει να σου ανοίξει το κεφάλι, και τον χτυπάς εσύ…
Και πέφτει κάτω…
Και όπως τον κλωτσάς –εκείνος θα σε μαχαίρωνε, το ξέρεις καλά– τον ακούς…
Βογγάει…
—Ωχ, μάνα μου…!
Πες μου πώς ένιωσες. Ανατρίχιασες ή κάβλωσες;
Αν κάβλωσες, αν το φχαριστήθηκες, αν ένιωσες σπουδαίος πολεμιστής και επαναστάτης, αν πιστεύεις πως έφερες ένα βήμα πιο κοντά την επανάσταση και έδωσες ένα χτύπημα στον φασισμό, μετά λύπης μου σού δηλώνω πως γελάστηκες. Ακριβώς το αντίθετο έκανες. Αναπαρήγαγες τον φασισμό, χάρηκες με την επιβολή του δυνατού πάνω στον πιο αδύναμο. Κι αν ακόμα κέρδισες τη σημερινή μάχη, έχασες κατά κράτος τον πόλεμο. Σε νίκησε ο φασίστας, ο πεσμένος στα πόδια σου. Θα γυρίσεις σπίτι σου φαινομενικά νικητής, τροπαιούχος και τροπαιοφόρος, ήρωας των μαζών και πολεμιστής του προλεταριάτου, και…;
Αργά η γρήγορα, όταν ή αυτός θα έχει φάει εσένα ή εσύ αυτόν, τα πράγματα θα είναι τα ίδια όπως και πριν. Ο ένας φασισμός θα έχει αντικαταστήσει τον άλλο.
Αν πάλι ανατρίχιασες, τότε κάπου, κάποτε, ένιωσες σαν κι εμένα. Πιθανόν να ένιωσες πως κάπου λοξοδρόμησες και έχασες το δρόμο σου. Ίσως ένιωσες πως αυτός που έκανε λάθος στις επιλογές του, αυτός που είναι εχθρός σου, αυτός που θα χαρεί τελικά να σου κάνει κακό, δεν ήρθε στον κόσμο με άλλο τρόπο από αυτόν που ήρθες κι εσύ. Πως όσο και να σας χωρίζουν στολές, ιδεολογίες, πολιτικές, εσύ –επειδή ακριβώς ξέρεις ποιος είναι ο δρόμος ο σωστός– πρέπει να τον δείξεις και σε αυτόν, επειδή εκείνος δεν τον έχει ούτε καν φανταστεί. Πως δεν είναι αυτή η επανάσταση και πως τον κόσμο πρέπει να τον κάνεις καλύτερο, αν έχεις τσίπα και πιστεύεις σε όσα λες.
Και ναι, δεν θα σε ακούσει. Και όχι, δεν θα σε ακολουθήσει. Και θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει και την επόμενη φορά που θα συναντηθείτε.
Αλλά έτσι είναι…
Πρώτα αδιαφορούν για ’σένα. Μετά γελάνε μαζί σου. Μετά σε πολεμάν. Μετά νικάς. – Μαχάτμα Γκάντι
exadaktylos
1greek