Επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε τελευταίο στη σειρά του αφιερώματός μας για την 28η Οκτωβρίου, ένα συγκλονιστικό απόσπασμα απ’ το βιβλίο – αριστούργημα του Άρη Φακίνου, «Κλεμμένη Ζωή».
Σ’ αυτό το απόσπασμα, οι ήρωες του βιβλίου Ανέστης και Διονυσία, δυο αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, που σπατάλησαν την ζωή τους πολεμώντας για αξίες και ιδανικά, για της λευτεριά της πατρίδας , γράφουν τη διαθήκη τους στον ψυχογιό τους Μιχάλη.
Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία βρίσκουν ευκαιρία να μιλήσουν για πολλά: για την Ευρώπη και το ρόλο της, τους δύσκολους καιρούς που έρχονται, τη θέση της Ελλάδας στο παρελθόν και το μέλλον, για την Ιστορία (πάντα με «Ι» για τον Φακίνο), για τη μνήμη και τη λήθη.
Το κείμενο όμως, πέρα από ανατριχιαστικά επίκαιρο και προφητικό, αποτελεί κυρίως ένα ηχηρό μήνυμα προς όλους εμάς, να κρατήσουμε καλά τα μετερίζια της ιστορικής μας μνήμης, μια παρότρυνση να μην ενδώσουμε στη λήθη που επιχειρεί να μας σκεπάσει σαν βαρύ πέπλο, να γνωρίσουμε την εθνική μας κληρονομιά, να μην κόψουμε μόνοι μας, το κλαδί που καθόμαστε.
Στ’ αλήθεια, θα ‘πρεπε αυτό το κείμενο να σταλεί σαν μανιφέστο, στην κ. Δραγώνα και το συνάφι της για να της διαμηνύσει ότι υπάρχουν ακόμα «αλαφροΐσκιωτοι» που είναι διατεθειμένοι να αγωνιστούν για αξίες και ιδανικά, για τα ιερά και τα όσια της πατρίδας μας.
Οι επισημάνσεις στο κείμενο είναι δικές μας. Απολαύστε το.
«…Κακά τα ψέματα, Μιχάλη, αλλά εδώ που τα λέμε αποτελούμε ιδανικά θύματα. Όταν δέχεσαι αδιαμαρτύρητα, την πρώτη βουρδουλιά, θα δεχτείς και τη δεύτερη το ίδιο αδιαμαρτύρητα, θα φας και Τρίτη, αλλά και πάλι δεν θα πεις τίποτα. Από κει και πέρα η συνέχεια είναι λογική κι εύκολη για κάθε κυβέρνηση, για κάθε εξουσία. Κι άγιος να ‘σαι, όταν βρίσκεσαι στα πράγματα και βλέπεις μπροστά σου χιλιάδες ράχες σκυμμένες προκαταβολικά, είναι αδύνατο να η σου περάσει σε κάποια στιγμή απ’ το μυαλό η σκέψη ν’ αρπάξεις το βούρδουλα.
Τα πράγματα Μιχάλη δεν πάνε καθόλου καλά σήμερα, καμιά ώρα θ’ αρχίσει πάλι το νταβαντούρι στην Ευρώπη. Το μικρόβιο του ιμπεριαλισμού υπάρχει μέσα στης Ευρώπης το αίμα από τα πιο παλιά χρόνια. Από την αρχαία Ρώμη πέρασε στον Καρλομάγνο, αργότερα εκδηλώθηκε στο Ναπολέοντα, μετά στον Χίτλερ που αιματοκύλησε τον κόσμο ολάκερο. Τι νομίζεις ότι κρύβεται πίσω απ’ την «ευρωπαϊκή ιδέα»; Δε χρειάζεται να ‘ναι κανείς σοφός για να καταλάβει ότι ξανάπιασε τους Ευρωπαίους η νοσταλγία για το «ιμπέριουμ» κι ότι γι’ άλλη μια φορά κείνη που κάνει κουμάντο στην ήπειρο είναι η Γερμανία.
Ποιοι θα προστρέξουν, Μιχάλη, για να χτυπηθούνε με τους νέους ολοκληρωτισμούς; Κάτι άνθρωποι σαν κι εμάς, όπως και το ’40, αγωνιστές που δεν θα’ χουν ξεχάσει το παράδειγμα μας, που θα έχουνε την τρέλα μας, που θα ονειρεύονται τα ίδια πράγματα με μας. Μη νομίσεις ότι θα διστάσουν επειδή θα νομίσουν ότι εμείς αποτύχαμε, ότι βασανιστήκαμε άδικα σ’ όλη μας τη ζωή, πως προδοθήκαμε τόσο από τους άλλους όσο κι απ’ τον εαυτό μας. Θα ριχθούν στη μάχη όπως όλοι οι ονειροπαρμένοι εδώ κι αιώνες, θα πληρώσουνε κι αυτοί όπως πληρώσαμε κι εμείς. Κάτι ήξεραν οι πρόγονοί μας που διηγούνταν κείνη την ιστορία με τις Δαναΐδες.
Μακάρι να μπορούσα να μαντέψω τους καιρούς που θα γνωρίσεις, Μιχάλη, να φανταστώ τουλάχιστον την όψη που θα’ χει ο κόσμος σε είκοσι, τριάντα χρόνια, στα δικά σου τα γεράματα…Άραγε θα’ ναι καλύτερα τα πράγματα τότε; Θα ζείτε πιο ανθρώπινα; Θα υπάρχει λιγότερη αδικία και φτώχια;
Η Διονυσία διαβάζει αυτά που σου γράφω τούτη τη στιγμή και κουνάει το κεφάλι.
Δεν πρέπει να ‘χουμε ψευδαισθήσεις, λέει, η καλή μέρα φαίνεται απ’ το πρωί.
Τι μπορούμε να περιμένουμε από μια εποχή που δεν ξέρει παρά να γκρεμίζει, να καταργεί, από μια κοινωνία που περιφρονεί την πολιτική σκέψη και την ιδεολογία, που αναγκάζει τους ανθρώπους να σκέφτονται όλοι με τον ίδιο τρόπο, να ’χουν τα ίδια κριτήρια; Για να καταλάβουμε τι λογής καιροί μάς περιμένουν, λέει η Διονυσία, αρκεί να προσέξουμε με πόσο μίσος, σου ρίχνονται οι «υγιώς σκεπτόμενοι» σήμερα όταν τους πεις πως έχεις μια πατρίδα, μια γλώσσα, μια θρησκεία, ότι ανήκεις σε ένα έθνος και θέλεις να ’χεις τη δική σου γη, να ’σαι αφεντικό στο σπίτι σου, να ζεις με τους δικούς σου όπως σου κάνει κέφι, και να μεγαλώνεις με το δικό σου τρόπο τα παιδιά.
Μιχάλη, σου γράφω τώρα εγώ η Διονυσία, με το χέρι του Ανέστη , έχω κι εγώ να σου πω μερικά πράγματα.
Τότε που ‘μαστε στην παρανομία ένας συναγωνιστής μας άφησε πεθαίνοντας διάφορα πράγματα μεταξύ των οποίων και μερικά αρχαία που ‘χε σπίτι του. Πρόκειται για αντικείμενα με μεγάλη ιστορική και αρχαιολογική αξία. Κείνη την εποχή δεν μπορούσαμε να τα κρατήσουμε, ούτε να τα παραδώσουμε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία γιατί θα ‘χαμε μπλεξίματα με την ασφάλεια. Με την ελπίδα πως θα ‘ρχονταν καλύτερα χρόνια, πήγαμε και τα κρύψαμε σε μια σπηλιά σ’ ένα βουνό λίγο έξω από τη Θήβα. Αλλά τα καλύτερα χρόνια δεν ήρθαν ποτέ και τ’ αρχαία έμειναν εκεί που ήταν.
Αντίθετα με τον Ανέστη, εγώ δεν τρέφω την παραμικρή αυταπάτη για τους καιρούς που ‘ρχονται. Φοβάμαι πως η Ελλάδα έχει να ξάνει πολλά μαλλιά ακόμα σ’ αυτή την επικίνδυνη γωνιά της Μεσογείου όπου την έριξε η τύχη της. Κι όταν λέω «Ελλάδα», δεν εννοώ μονάχα τους ανθρώπους και τα χώματα, αλλά κυρίως τον πολιτισμό , τη γλώσσα, την παράδοση, την Ιστορία. Είμαστε το αρχαιότερο έθνος της Ευρώπης, ζούμε σ’ αυτή τη γη εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια. Μέσα στους είκοσι πέντε τελευταίους αιώνες κατακτηθήκαμε κάμποσες φορές από Ανατολικούς και Δυτικούς, από Βόρειους και Νότιους από κάθε λογής βαρβάρους. Αν επιζήσαμε, δεν είναι μόνο επειδή πολεμήσαμε σκληρά γι’ αυτή τη γη, αλλά και γιατί υπερασπιστήκαμε με νύχια και με δόντια την πνευματική μας κληρονομιά, την Ιστορία και τις παραδόσεις μας, τη γλώσσα που μιλάμε. Μπορεί να υποκύψαμε συχνά στον αριθμό, στη βία και στη βαρβαρότητα , αν ζήσαμε σκλάβοι κάτω από τους Ρωμαίους και τους Οθωμανούς επί εκατοντάδας χρόνια. Όμως η ψυχή μας έμεινε πάντα αδούλωτη, δε βολευτήκαμε με ακνένα κατακτητή όπως άλλοι λαοί, δεν αρνηθήκαμε το παρελθόν μας, δεν προδώσαμε τους προγόνους μας. Ξέρεις γιατί Μιχάλη; Γιατί καταλάβαμε από παλιά ότι δεν μπορεί να υπάρξει Ελλάδα χωρίς ελληνικό πολιτισμό, ελληνική τέχνη και γλώσσα, χωρίς σεβασμό στο παρελθόν, την Ιστορία.
Σήμερα αυτά τα πράγματα θεωρούνται ξεπερασμένα, παρακατιανά αλλά στο μέλλον θ’ αποχτήσουνε μεγάλη σημασία, θα μεταβληθούν σε ταμπούρια που θα απαιτήσουν σκληρούς αγώνες για να μείνουν άπαρτα. Ο Ελληνισμός δεν αγωνίστηκε ποτέ για τη δύναμη, την εξουσία και το χρήμα, αλλά για έννοιες και ιδέες, για την τιμή και την ανθρωπιά, για την λευτεριά και την αξιοπρέπεια. Αν μας στραβοκοιτάζουν οι Ευρωπαίοι σήμερα, είναι γιατί ερχόμαστε από άλλες εποχές. Γιατί η παρουσία μας θυμίζει τις μεγαλύτερες κατακτήσεις που ‘κανε ως τώρα το ανθρώπινο πνεύμα, αρετές κι αξίες που δεν έχουν πια πέραση, που δεν ταιριάζουν με τους ολοκληρωτισμούς που μας επιφυλάσσουν τα επόμενα χρόνια.
Πάνε αιώνες τώρα που οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ερμηνεύουν την ελληνική σκέψη ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες, που την παραμορφώνουν για να τη φέρουν στα μέτρα των φιλοδοξιών τους, για να στηρίξουν την αλαζονεία τους, συχνά για να δικαιολογήσουν τα εγκλήματά τους. Αν γίνονταν α την οικειοποιηθούν, να βγάλουν δηλαδή τους ζωντανούς Έλληνες από τη μέση, δεν θα δίσταζαν ούτε στιγμή. Όμως δεν είναι καθόλου εύκολο να σκοτώσει κανείς τους δασκάλους του, τους γονιούς του. Τουλάχιστον για την ώρα, όσο δηλαδή απομένουν στον κόσμο μερικά ηθικά αντανακλαστικά, όσο δεν έχει επικρατήσει παντού η ζούγκλα. Τι θα γίνει όμως αργότερα, όταν η εξέλιξη του κόσμου καταφέρει ν’ ανοίξει ένα χάσμα ανάμεσα στους Έλληνες και στην Ελλάδα, όταν αποσυνδέσει αυτό το έθνος από την Ιστορία του και τον πανάρχαιο πολιτισμό του, όταν ο μικρός αυτός λαός πεισθεί να κόψει με τα ίδια του τα χέρια τις ρίζες που τον κρατάνε δεμένο με τον τόπο του;
Αυτά τα αρχαία Μιχάλη, ασφάλισε τα όσο μπορείς καλύτερα. Ποιος ξέρει ίσως παίξουν κάποτε το ρόλο που ‘παιξαν τα πετραδάκια που ‘σπερνε πίσω ο Κοντορεβιθούλης, ίσως βοηθήσουν τους ανθρώπους να θυμηθούν το παρελθόν τους. Αν δεις ότι σκουραίνουν τα πράγματα στην κοινωνία μας, ψάξε να βρεις καμιά σπηλιά, δυσκολοπρόσιτη και βαθιά, πήγαινε τα εκεί, καταχώνιασε τα, μείνε αν θέλεις κι εσύ μαζί τους μέχρι να περάσει η μπόρα, μέχρι ν’ αλλάξουν οι καιροί και να ‘ρθουν καλύτερα χρόνια.
Πρόσεξε όμως, έχε το νου σου, μην ξεγελαστείς κι εγκαταλείψεις την ερημιά σου πρόωρα, πριν βεβαιωθείς ότι οι Έλληνες κάτι άρχισαν επιτέλους να καταλαβαίνουν ύστερα από τόσων αιώνων βάσανα, πριν μάθεις ότι δεν είναι πια απαγορευμένα τα όνειρα και πως α αγώνας για ένα καλύτερο κόσμο έπαψε να θεωρείται παράνομη δραστηριότητα. Τότε μονάχα θα μπορέσεις να βγεις από τη σπηλιά, να πάρεις μαζί σου τα’ αρχαία και να διηγηθείς την περιπέτειά τους λεύτερα κι άφοβα. Η Ιστορία τους είναι και δική μας ιστορία…»