Η «μικρή και ισχυρή Ελλάδα» της εποχής του Χρηματιστηρίου των 6.500 μονάδων και της «λάμψης» των ολυμπιακών αγώνων φαίνεται πια τόσο μακρινή παρόλο που έχει περάσει μόλις μια δεκαετία. Σ’ εκείνη τη χώρα, όλοι ήταν «χαμογελαστοί» και «επιτυχημένοι», όλοι ατένιζαν το μέλλον με αισιοδοξία και οι ξένοι εργάτες σκοτώνονταν στα εργοτάξια δίχως κανείς να το μαθαίνει (είτε δίχως κανείς να ενδιαφέρεται για το ποιές ήταν οι πραγματικές εργασιακές τους συνθήκες).
Οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι από τη μια, ήδη από την εποχή εκείνη, είχαν αρχίσει, φανερά και ανενδοίαστα, να μετατοπίζουν τον πολιτικό τους λόγο από την έστω ρηχή πολιτική επιχειρηματολογία σε μια κενή, τηλεοπτική, πολύχρωμη παραδοξολογία. Λαϊκοί τροβαδούροι της παραλιακής, τηλεπαρουσιάστριες και φωτομοντέλα, δημοσιογράφοι που αγνοούσαν και τους βασικότερους κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ηθοποιοί τηλεοπτικών σαπουνόπερων, ποδοσφαιριστές και άλλα πρόσωπα που κέρδιζαν ανέλπιστα μια θέση στην καθημερινή επικαιρότητα του Κόσμου του Τίποτα της τηλεόρασης και των φυλλάδων, μπλέχτηκαν με την πολιτική, ως υποψήφιοι βουλευτές, δημοτικοί σύμβουλοι και γενικά παράγοντες στη δημόσια ζωή, στελεχώνοντας τους ξεπεσμένους κομματικούς μηχανισμούς και τους κωμικούς ηγέτες τους.
Από την άλλη, εκατομμύρια «πιστοί» τους, αποτελούσαν τον καθρέφτη τους, δικαιώνοντας με την απάθειά τους ή και τη συμμετοχή τους τα σκάνδαλα και τις μαφιόζικου τύπου δουλειές των πολιτικών αυτών, δίχως να γνωρίζουν (ή μην θέλοντας να γνωρίσουν) αυτό που θα ερχόταν: το τέλος της αληθινής καλοπέρασης των λίγων και της εικονικής/αυνανιστικής καλοπέρασης των τηλε-πολιτών και το ξεκίνημα μιας ταραχώδους εποχής, όπου πλέον ο φόβος και η αγωνία για το αύριο θα αποτελούν το μοναδικό μας καθημερινό βραχνά. Το παλιό lifestyle γκρεμίστηκε σαν χάρτινος πύργος, δίνοντας τη θέση του σε μια τελματωμένη πραγματικότητα, διφορούμενη και αντιφατική σε κάθε πτυχή της.
Από το θέαμα των δήθεν φιλανθρωπικών διαφημίσεων της Unicef, με τα ημιθανή παιδιά στην Αφρική, το οποίο μας θύμιζε πόσο μακριά είμαστε από την πραγματική δυστυχία, την ανέχεια και το θάνατο, το σκηνικό της απελπισίας μεταφέρθηκε πολύ πιο κοντά μας και πέρασε απότομα το κατώφλι του σπιτιού μας. Οι λίγοι που συνεχίζουν να τρώνε από το λίπος που συσσώρευσαν με οποιοδήποτε τρόπο στα ιδρύματα νόμιμης τοκογλυφίας, παρακολουθούν δήθεν συγκλονισμένοι το μαρτύριο των πολλών, μέσα από τις τηλεοπτικές οθόνες που προσφέρουν αφειδώς δωρεάν εικόνες εξαθλίωσης.
Και ενώ αυτή η κατάσταση διογκώνεται, ένα μέρος του πληθυσμού, παράτησε αναγκαστικά τη μόστρα με το γυαλιστερό αυτοκίνητο (καθώς δεν μπορεί να το συντηρήσει), εγκατέλειψε τις πίστες των μπουζουκιών και θυμήθηκε τις γαλανόλευκες, έπιασε την εθνικιστική αφήγηση και άρχισε με γηπεδικό τρόπο να διατυμπανίζει πως… «είμαστε όλοι Έλληνες» (λες και κανείς είχε διαφορετική γνώμη πάνω σ’ αυτό), «Έλληνες που έχουμε χρέος απέναντι στο έθνος να σώσουμε τη χώρα από τους κακούς ξένους». Έτσι λοιπόν, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, εργοδότες κι εργαζόμενοι, τίμιοι και άτιμοι, γίναν όλοι ίδιοι, ένας ομοιόμορφος όχλος κάτω από το γαλανόλευκο πανί. Και σαν έλληνες, θα πρέπει να ιδιοποιηθούμε τα τραπεζικά χρέη, χαρίζοντας τους περίπου 50 δις, «καθώς χωρίς υγιές τραπεζικό σύστημα δεν υπάρχει…ανάπτυξη» (όπου, στην πραγματικότητα, ανάπτυξη σημαίνει εταιρικά κέρδη και μάλιστα για τις ολιγαρχίες του πιο παρασιτικού καπιταλισμού).
Μέσα σ’ αυτό το αλλόκοτο και παρακμιακό περιβάλλον μια ομάδα ψυχωτικών ναζιστών με κενά ιδεολογήματα-φούσκες τύπου «ελλάς ή θάνατος» ή «εναντίον όλων» (πλην της οικονομικής ελίτ και των κατασταλτικών μηχανισμών) καταφέρνει να παρουσιαστεί στις μάζες σαν ένα φάρμακο ενάντια στη διαφθορά και την εγκληματικότητα (παρότι πολυάριθμα στελέχη του έχουν καταδικαστεί για δολοφονίες, ληστείες, ακόμη και παιδεραστία, ενώ άλλοι λειτουργώντας σαν όχλος έστησαν πέρυσι πογκρόμ εναντίον μεταναστών), εκμεταλλευόμενη το ασταθές πολιτικό σκηνικό, την εγκληματικότητα (κυρίως στην Αθήνα), την έλλειψη δημοκρατικής κουλτούρας μέρους της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και την έλλειψη ευρείας ενημέρωσης σχετικά με το ποιόν της εν λόγω γκρούπας.
Ο αρχηγός της τολμά μέχρι και να αρνηθεί το ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης που διευθύνει, παρότι καθημερινά όλο και περισσότερες φωτογραφίες βγαίνουν στο φως της επικαιρότητας. Με θέσεις όπως «να δημιουργηθούν αστυνομικά και στρατιωτικά λύκεια για τους μαθητές», ή «δεν αναγνωρίζουμε την ισότητα των φύλων», ή «θα βάψουμε τα χέρια μας αίμα όταν πάρουμε εξουσία», η δημοσκοπική άνοδος της φανερώνει το τέλμα στο οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινωνία, παραδομένη στην «γοητεία» (ποιά;) του κάθε διψασμένου για εξουσία, γραφικού έως διεστραμμένου πολιτικάντη.
Ένα άλλο μέρος του πληθυσμού, αναπαράγει άκριτα θεωρίες βγαλμένες από τη φαντασία ακροδεξιών βιβλιοεμπόρων, όπως ο Alex Jones ή ο ντόπιος Λιακόπουλος (ο οποίος ενάντια στους «Ιλλουμινάτι», τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και τους «Μασόνους» προτάσσει τον πρώην πράκτορα της KGB Β.Πούτιν). Όντας από καιρό παραιτημένο από κάθε πραγματική επιθυμία για απόκτηση γνώσης και κριτικής σκέψης, σήμερα αποκτά ένα ακόμη άλλοθι προκειμένου να φυγοπονεί και ν’ απέχει από την ίδια του τη ζωή, εγκαταλείποντας οριστικά κάθε σοβαρή πηγή πληροφόρησης, αγνοώντας πώς (σχεδόν) όλα υπάρχουν στις βιβλιοθήκες. Μεγάλο μέρος μιας ολόκληρης γενιάς θεωρεί πως «αυτομορφώνεται» μέσω του youtube, το οποίο έχουν κατακλύσει βίντεο με ό,τι λογής συνωμοσία και ασυναρτησία μπορεί κανείς να φανταστεί.
Αν σε καιρούς (πραγματικής ή πλασματικής) ευδαιμονίας κάποιοι θεωρούσαν ότι η αληθινή ζωή δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνδυάζεται με την γνώση, ήταν λογικό ν’ ακολουθήσει μια εποχή γενικευμένου κοινωνικού πανικού κατά την οποία η αποδοχή οποιασδήποτε παρανοϊκής ή γελοίας ερμηνείας γίνεται δεκτή με την ανακούφιση του τρομαγμένου δεισιδαίμονα. Καλύτερα να υπάρχει κάτι στο οποίο θα πιστέψουμε με φανατισμό, παρά να συνειδητοποιήσουμε ότι όσα ξέραμε δεν είχαν κανένα νόημα. Είναι προτιμότερο να δεχτούμε την πιο εξωφρενική προσέγγιση της δυστυχίας και της άγνοιάς μας από το να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε.
Σε αυτές τις συνθήκες, μέσα στην κοινωνική παραζάλη, ξεπροβάλει το ζήτημα της δημιουργίας ενός νέου κινήματος που θα αμφισβητήσει συνολικά το φαντασιακό της νεοελληνικής κοινωνίας και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Ένα κίνημα χωρίς ιεραρχία, που θα χρησιμοποιήσει ως θεμέλιο λίθο του τις περσινές αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις σε όλη τη χώρα, καθώς και την εμπειρία των διαφόρων αντιεξουσιαστικών συλλογικοτήτων, και θα αναδείξει νέες μορφές κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης, θρυμματίζοντας παράλληλα την σημερινή αυλή των θεαμάτων.
Γι’ αυτό το σκοπό, πρέπει ο κάθε ένας από εμάς που πιστεύει στη δυνατότητα μιας αυτόνομης κοινωνίας, να αναλάβει πρωτοβουλίες, και όλοι μαζί να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο επικοινωνίας, συνδιαμόρφωσης και κοινής δράσης. Δεν έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους, αν δεν κρίνουμε πρώτα το είδωλο μας στον καθρέφτη, και κοιτώντας το βλέπουμε πως δεν έχουμε ακόμη κάνει ό,τι είναι δυνατό. Αποδεχόμαστε τις ευθύνες για ό,τι δεν κάναμε, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη για το μέλλον που εμείς θα διαμορφώσουμε. Ήρθε η ώρα…