Κάλλιο πεινασμένος και μαζί, παρά χορτάτος και ναζί
Άλλη μια μέρα με βρίσκει να ψάχνω στις τσέπες παλιών τζιν για ξεχασμένα νομίσματα. Άλλη μια μέρα που ζητάω χάρη απ’ τον περιπτερά να μ’ αφήσει να ρίξω μια ματιά στην εφημερίδα των αγγελιών, χωρίς να την πληρώσω. Άλλο ένα πρωϊνό που τη βγάζω με ψωμί, αλειμένο με μαργαρίνη και πασπαλισμένη ζάχαρη. Άλλα δέκα λεπτά στο σουπερμάρκετ προσπαθώ ν’ αυτοσχεδιάσω βρίσκοντας κάτι φθηνό να προσθέσει μια νέα γεύση στα μακαρόνια, λίγη νοστιμάδα στις φακές, μια νότα απόλαυσης στο ρύζι. Μπορώ, βέβαια, να πω πως φέτος γνώρισα για πρώτη φορά την πόλη μου, μοιράζοντας βιογραφικά. Φέτος αντιλήφθηκα πως η χυλόπιτα του εργοδότη μπορεί να γίνει κάποιες φορές πιο απογοητευτική και πιο πικρή απ’ αυτή της γυναίκας. Πολέμησα πολύ για να μην εγκαταλέιψω τον εαυτό μου στη μιζέρια του, να μην μετατραπεί το σπιτικό μου σε σαρκοφάγος. Πολεμώ ώστε να παραμείνω άνθρωπος, να μην αφήσω το μίσος να με πνίξει μέσα στο ίδιο μου το αίμα. Και συνεχίζω…
Θυμάμαι, λίγες μέρες μόνο θα χουνε περάσει, έναν γείτονα να με φωνάζει απ’ το παρκάκι βιαστικά. “Έλα, έλα Αντώνη, μοιράζουνε φαϊ δυο στενά πιο κάτω”, μου πε μόλις πλησίασα, με συνωμοτικό ύφος. Ο γείτονας, ο κυρ Πέτρος, ένας κοιλαράς μεσήλικας εισοδηματίας, που τώρα τελευταία συνεχώς γκρινιάζει, αφού πέταξε στο δρόμο με έξωση όλους τους κακοπληρωτές ενοικιαστές του. Δεν συνηθίζω να πιάνω κουβέντες μαζί του, πέρα από ένα γεια, γιατί είναι συνεχώς στη μίρλα. Αφού μοιράζανε φαί, όμως, τα πόδια μου αυτόματα κουνήσαν να ακολουθήσουν τα καφετιά σκαρπίνια του κυρ Πέτρου που ξεκινούσαν προς τα κει.
Από μακριά άκουγα φωνές, κι υπέθεσα πως θα γίνεται πανζουρλισμός μπροστά στους σάκους με τα τρόφιμα. Περνώνας το πρώτο στενό πρόσεξα διμοιρίες μπάτσων να χουνε κυκλώσει το τετράγωνο, κι οι φωνές να δυναμώνουν. Σταμάτησα μια στιγμή, και πρόσεξα πως οι φωνές ακούγονταν μέσα από μια κλούβα της αστυνομίας. Κοκκάλωσα. Να τους μάζεψαν επειδή πήγαν να κλέψουν τα σακιά; Να τους συνέλαβαν επειδή τσακώθηκαν πάνω στη μοιρασιά, επειδή ποδοπάτησαν κανένα; “Πάμε, πάμε, θα τελειώσουν τα φαγια ρε Αντωνάκη”, μου πε ο κοιλαράς και με σκούντηξε να περπατήσω πάλι. “Τους κακοφαίνεται τους αληταράδες που μοιράζουν τρόφιμα”, είπε σχεδόν ψιθυριστά κι μούρη του γέμισε μ’ απέχθεια. Μα σε ποιόν άνθρωπο θα κακοφαινόταν η διανομή τροφίμων;
Φτάνοντας στην πλατεία…
Φτάνοντας στην πλατεία αντίκρυσα ένα τσούρμο μαυροντυμένων, να στέκεται μπροστά από πάγκους και δυο τρεις καραφλούς φωτογράφους να στήνουν τον κόσμο πέρα δώθε. Ένας χοντρός φαφλατάς στην άκρη είχε πιάσει κουβέντα με τους μπάτσους, και τους έδινε οδηγίες στο πώς να προστατέψουν την πλατεία. Κάποιοι κακόμοιροι, σαν και του λόγου μου, έφευγαν με σκυμμένο το κεφάλι κι ενα σακί πατάτες στον ώμο. Κάποιοι άλλοι έδιναν το χέρι στο φαφλατά, που αυτάρεσκα κόμπαζε για τους τόνους τροφής που μοίραζαν στον κόσμο, το πόσο μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες είναι, και πόσο ανάξιο για ένα πιάτο φαί είναι το εφτάχρονο μαυράκι που κρυφοκοιτούσε λαίμαργα απ’ το μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας.
«Έλα, έλα Αντώνη, το κόμμα φροντίζει για τζάμπα φαϊ», φώναζε γεμάτος χαρά ο γείτονας. Μου ‘ρθε εμετός και αναγούλα. Αυτοί που χρόνια τώρα φιλούσαν κατουρημένες ποδιές για μια σκατοθεσούλα στο δημόσιο, τώρα έγλυφαν τα πόδια των μαφιόζων για δυο σακουλάκια ρύζι. Αυτοί που θα ‘πρεπε να ‘ναι στους δρόμους, εξεγερμένοι, κουβαλούσαν τα παλτά των ασήμαντων μπράβων της νύχτας. Αυτοί που πεινούσαν, αντί να σηκώσουν το ανάστημα και να σχηματίσουν δομές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, έσκυβαν ακόμη πιο χαμηλά ζητώντας ελεημοσύνη από μια συμμορία.
Έφτυσα στ’ οδόστρωμα το σάλιο αηδίας και γύρισα προς τα πίσω. Οι φωνές μέσα απ’ την κλούβα τώρα ήταν ξεκάθαρες: «το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά». Ήταν αντιφασίστες κι αντιφασίστριες, οι ίδιοι άνθρωποι που ‘χουν οργανώσει συλλογικές κουζίνες σε κάθε γειτονιά της πόλης. Ήταν αντιεξουσιαστές κι αντιεξουσιάστριες, οι ίδιοι άνθρωποι που δημιουργούν πόλη προς πόλη και μια αγροκολλεκτίβα, που χουν ξεκινήσει παντού αυτοοργανωμένα μαθήματα, για καθετί που μπορεί να φανεί δημιουργικό στον καθένα. Ήταν αυτοί που αποκαλούνται «άκρο», την ίδια στιγμή που θα περάσουν την πρωτοχρονιά τους όχι στα μπουζούκια, όχι στα χλιδάτα ρεβεγιόν, αλλά έξω απ’ τις φυλακές όλης της χώρας, τραγουδώντας γι’ αυτούς που η κοινωνία θέλει να ξεχάσει πως υπάρχουν, τους έγκλειστους συνανθρώπους μας.
Περπάτησα δυο βήματα, αργά, ξοδεύοντας την τελευταία θερμίδα που είχα πάρει. Μέσα στο μυαλό μου στριφογύριζε η σκέψη να μπω κι εγώ μαζί μέσα στην κλούβα. Κάλλιο πεινασμένος και μαζί, παρά χορτάτος και ναζί…
eagainst