Κοιμάσαι...
του Ιάσονα Κάντα
Κοιμάσαι τον ύπνο του εαυτού σου… Εκείνου που ερωτεύτηκε τη φυλακή του γιατί του χάρισε μια ψεύτικη, γκρι ασφάλεια. Κοιμάσαι στους υπόγειους ανθρώπινους αγωγούς, τους απρόσωπους και ψυχρούς. Τα υπόγεια ύδατα εργατικού και άνεργου δυναμικού που αντανακλούν πρόσωπα θρυμματισμένα και δειλά.
Κοιμάσαι τον ύπνο των τρομαγμένων ονείρων. Σου πούλησαν κι αγόρασες μισοτιμής, τον φόβο με την οκά. Σε νανούρισαν με τρόμο, μετεωρολογικές προβλέψεις, δείκτες ανέχειας, σφαίρες αδέσποτες, κορώνες επερχόμενης καταστροφής. Σου πούλησαν ψεκασμούς, αιθαλομίχλες, δείκτες Nikkei και Dow Jones, Τούρκους, Σκοπιανούς και Βούλγαρους. Κοιμάσαι σφιχταγκαλιάζοντας τις απειλές που σου σέρβιραν. Λαθραίοι μελαμψοί βιαστές, τεχνοκράτες επίτροποι, Γερμανοί ηγεμόνες, ελαστικοί εργοδότες σε πότισαν με ναφθαλίνη και σε έστειλαν στον αναισθησιολόγο. Μαύρες κουκούλες, ξυρισμένα κεφάλια, τραμπούκοι με ασπίδες και κράνη… Όλοι μαζί σε έναν ξέφρενο χορό φόβου. Κι εσύ στη μέση, σαν τον Μανώλη σαστισμένο να επιλέγεις τον ύπνο και την αδράνεια. Να βολεύεσαι στα άλλοθί σου και να ασφυκτιάς ανάμεσά τους.
Κοιμάσαι τον ύπνο μιας παραισθησιογόνας κατανάλωσης και ξυπνάς τη νύχτα ιδρωμένος με σύνδρομο στερητικό. Μιας κατανάλωσης που συντονίστηκε με την αναπνοή σου και τώρα πνίγεσαι, γιατί δεν έμαθες ποτέ να ζεις αλλιώς. Να ζεις με άλλους. Κρέμασες τους έρωτες σε ράφια supermarket. Κατανάλωσες τον εαυτό σου σε ρυθμούς fast food.
Κοιμάσαι και τώρα σε ξυπνά, χτυπώντας βίαια την πόρτα, μία πραγματικότητα που βιάζεται, μια πραγματικότητα σε φάση εφηβείας, με απρόβλεπτες ορμές κι ορμόνες. Κι όμως, ακόμη κι αν βιάζεται να σε καταπιεί, κλέψε της λίγη απ’ τη βιασύνη. Κλέψε της λίγη απ’ την ορμή και πρόλαβέ την. Βγες της μπροστά, ξεγέλασέ την και δωσ’ της το δικό σου χρώμα. Όχι εκείνο το γκρι της ψεύτικης ασφάλειας. Ούτε από το άλλο το ξυρισμένο με το υψωμένο χέρι. Δωσ’ της το χρώμα το δικό σου, εκείνο που διαφέρει από τη ναφθαλίνη, το χακί και το νέον των Malls. Εκείνο που διαφέρει από τον ύπνο.
Κοιμάσαι τον ύπνο του εαυτού σου… Εκείνου που ερωτεύτηκε τη φυλακή του γιατί του χάρισε μια ψεύτικη, γκρι ασφάλεια. Κοιμάσαι στους υπόγειους ανθρώπινους αγωγούς, τους απρόσωπους και ψυχρούς. Τα υπόγεια ύδατα εργατικού και άνεργου δυναμικού που αντανακλούν πρόσωπα θρυμματισμένα και δειλά.
Κοιμάσαι τον ύπνο των τρομαγμένων ονείρων. Σου πούλησαν κι αγόρασες μισοτιμής, τον φόβο με την οκά. Σε νανούρισαν με τρόμο, μετεωρολογικές προβλέψεις, δείκτες ανέχειας, σφαίρες αδέσποτες, κορώνες επερχόμενης καταστροφής. Σου πούλησαν ψεκασμούς, αιθαλομίχλες, δείκτες Nikkei και Dow Jones, Τούρκους, Σκοπιανούς και Βούλγαρους. Κοιμάσαι σφιχταγκαλιάζοντας τις απειλές που σου σέρβιραν. Λαθραίοι μελαμψοί βιαστές, τεχνοκράτες επίτροποι, Γερμανοί ηγεμόνες, ελαστικοί εργοδότες σε πότισαν με ναφθαλίνη και σε έστειλαν στον αναισθησιολόγο. Μαύρες κουκούλες, ξυρισμένα κεφάλια, τραμπούκοι με ασπίδες και κράνη… Όλοι μαζί σε έναν ξέφρενο χορό φόβου. Κι εσύ στη μέση, σαν τον Μανώλη σαστισμένο να επιλέγεις τον ύπνο και την αδράνεια. Να βολεύεσαι στα άλλοθί σου και να ασφυκτιάς ανάμεσά τους.
Κοιμάσαι τον ύπνο μιας παραισθησιογόνας κατανάλωσης και ξυπνάς τη νύχτα ιδρωμένος με σύνδρομο στερητικό. Μιας κατανάλωσης που συντονίστηκε με την αναπνοή σου και τώρα πνίγεσαι, γιατί δεν έμαθες ποτέ να ζεις αλλιώς. Να ζεις με άλλους. Κρέμασες τους έρωτες σε ράφια supermarket. Κατανάλωσες τον εαυτό σου σε ρυθμούς fast food.
Κοιμάσαι και τώρα σε ξυπνά, χτυπώντας βίαια την πόρτα, μία πραγματικότητα που βιάζεται, μια πραγματικότητα σε φάση εφηβείας, με απρόβλεπτες ορμές κι ορμόνες. Κι όμως, ακόμη κι αν βιάζεται να σε καταπιεί, κλέψε της λίγη απ’ τη βιασύνη. Κλέψε της λίγη απ’ την ορμή και πρόλαβέ την. Βγες της μπροστά, ξεγέλασέ την και δωσ’ της το δικό σου χρώμα. Όχι εκείνο το γκρι της ψεύτικης ασφάλειας. Ούτε από το άλλο το ξυρισμένο με το υψωμένο χέρι. Δωσ’ της το χρώμα το δικό σου, εκείνο που διαφέρει από τη ναφθαλίνη, το χακί και το νέον των Malls. Εκείνο που διαφέρει από τον ύπνο.