Δεσμά | Εκτός | Ζάλη
Albert Marquet, Fair in le Havre |
Δ|εσμά
Κάτι σε δένει πάντα με αυτό που σε έχει
φέρει εδώ, ακόμα κι αν η πορεία φάνηκε οπισθοδρομική, ακόμα κι αν
έφτασες εδώ που είσαι σήμερα όχι από επιλογή, ούτε από τύχη, αλλά από
καθαρή μεταμέλεια. Αν καταφέρεις να σταθείς μία στιγμή στην αιχμή της
ζωής, αυτό που άλλοι ονομάζουν συνειδητοποίηση και άλλοι απόσυρση, τα
καρέ της πορείας σου μπαίνουν επιτέλους σε μια σειρά, η ζωή παύει να
είναι video clip εναλλασσόμενων εικόνων προς εντυπωσιασμό, αλλά
φωτογραφίες που παλιώνουν αργά, κιτρινίζουν από την φθορά του χρόνου,
όπως κιτρινίζουν τα δάχτυλά σου από το αργό κάψιμο ενός τσιγάρου.
Εδώ που έφτασες, ζεις δύσκολα. Παλεύεις
να κρατήσεις τις ισορροπίες ανάμεσα σε αυτά που έμαθες να διεκδικείς και
σε όσα σε υποχρεώνουν να διεκδικήσεις. Τις μέρες που το σώμα σου δεν
αντέχει να σηκωθεί, τότε που η μάχη μοιάζει χαμένη από χέρι κι εσύ ένας
κουρασμένος μονομάχος σε μια άδεια αρένα, είναι η ίδια η επιβίωση που
σου φωνάζει αυτό που δεν είχες σκεφτεί ποτέ. Να φύγεις. Σηκώνεσαι και το
επαναλαμβάνεις συνεχώς από μέσα σου, να φύγω, περπατάς και τα πόδια σου
κατευθύνονται προς έναν μόνο προορισμό, να φύγω, μιλάς και το στόμα σου
θέλει να πει μόνο δύο λέξεις, να φύγω. Φαντάζεσαι μια νέα ζωή σε ένα
καινούριο σκηνικό, τα ρουθούνια σου γεμίζουν από την μυρωδιά άγνωστων
σωμάτων, τα μάτια σου καλύπτονται από τις εικόνες νέων προσδοκιών. Είσαι
εσύ, είσαι εδώ, αλλά το εδώ δεν το αντέχεις πια, αρχίζεις να κοιτάς
εισιτήρια, δουλειές και σπίτια σε μέρη που μπορεί και να μην πήγαινες
ποτέ. Σε πείθεις στιγμιαία ότι μπορείς να απαλλαγείς από όλα τα
κιτρινισμένα καρέ της ζωής σου, ότι το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένας
αναπτήρας για να κάψεις το εδώ και μια άδεια βαλίτσα που θα γεμίσει από
το εκεί.
Κι ύστερα κοιτάς την παλάμη σου και
βλέπεις ότι κρατάς ακόμα τις παλιές φωτογραφίες, οι εικόνες της ζωής σου
είναι πάντα εκεί και τελικά δεν είναι στάσιμες, κινούνται σε έναν
κυκλικό χορό κι εσύ είσαι στην μέση. Το φως της μέρας πέφτει πάνω στο
πατρικό σου σπίτι με την πλακόστρωτη αυλή, στις ορτανσίες που φουντώνουν
κάθε άνοιξη, στο θρανίο που έγραψες το πρώτο σου σύνθημα, στην παρέα
που πήγες τις πρώτες σου διακοπές, στον πρώτο έρωτα που έμεινε στην μέση
και στους επόμενους που τέλειωσαν χωρίς ούτε ένα αντίο, στα πρώτα λεφτά
που χάλασες σε ένα ατέλειωτο μεθύσι, στους δρόμους που περπατάς με
κλειστά μάτια, στις καλημέρες που λες σε ένα σωρό οικείους αγνώστους. Οι
κιτρινισμένες φωτογραφίες κρύβουν χρώματα που χρειάζεσαι, το παρατημένο
πράσινο μιας βόλτας στον εθνικό κήπο, το τρικυμιώδες κόκκινο μιας ακόμα
πορείας, το ανακατεμένο μπλε μιας ακόμα θάλασσας.
Καταλαβαίνεις ότι ξεκινάς να ζωγραφίσεις
ένα κάδρο με προσδοκίες, προσπαθείς να χωρέσεις σε έναν καμβά
περιορισμένων διαστάσεων τις εικόνες που σου έμαθαν να θαυμάζεις, δένεις
το χέρι σου με ένα ξένο πινέλο που δεν ορίζεται από εσένα. Ύστερα
επαναστατείς, καρφώνεις τον καμβά με το ξένο πινέλο και τον
καταστρέφεις, δεν αποδέχεσαι κανέναν καμβά, καμιά περιορισμένη διάσταση,
μαθαίνεις να γράφεις στους τοίχους, όλη η πόλη γίνεται ένας ατέλειωτος
καμβάς.
Ε|κτός
Δεν έφευγε. Δύο ώρες τώρα σταματημένος
στην στάση έβλεπε τα λεωφορεία να περνούν από μπροστά του κάθε τέταρτο.
Για τα δύο πρώτα δικαιολογήθηκε ότι είναι γεμάτα και δεν του αρέσει να
στριμώχνεται, ότι μισεί τα χνώτα και την βαβούρα. Ύστερα άναψε τσιγάρο
και δεν ήθελε να το σβήσει, είχαν μείνει ακόμα τρεις τέσσερις τζούρες
και λυπήθηκε να το πετάξει. Το επόμενο ήταν από εκείνα τα μεγάλα, τα
ενωμένα με μια φυσαρμόνικα στην μέση, που πάντα έλεγε ότι φοβόταν ότι θα
κοπεί ξαφνικά και θα μείνουν οι επιβάτες του πίσω λεωφορείου μετέωροι,
να προσπαθούν να κρατηθούν από τις χειρολαβές για να μην πέσουν στην
άσφαλτο. Καθόταν στην στάση και περίμενε, κάποια στιγμή το βλέμμα του
καρφώθηκε στην απέναντι βιτρίνα με προσφορές για μαξιλάρια και παπλώματα
πουπουλένια κι έτσι έχασε και το επόμενο λεωφορείο που μισοάδειο πια
δεν σταμάτησε καν. Σηκώθηκε βάζοντας τα χέρια του στο παλτό και τύλιξε
πιο σφιχτά το κασκόλ γύρω από τον λαιμό του. Έσκυψε το κεφάλι και έκανε
μερικά βήματα γύρω από την στάση – πάντα με σκυμμένο κεφάλι περπατάει,
όχι γιατί ντρέπεται ή φοβάται, απλά τον βοηθάει να οργανώσει την σκέψη
του. Κι άλλο λεωφορείο που χάθηκε. Στο επόμενο θα μείνει όρθιος μπροστά
στην στάση, θα κοιτάξει τον οδηγό αποφασιστικά και θα τεντώσει το χέρι
του στο πλάι για να το σταματήσει. Πάντα στα επόμενα όρθιο τον
φαντάζεται, να κοιτάζει αποφασιστικά αυτό που έρχεται καταπάνω του και
να το σταματά. Χαμογέλασε. Προς το παρόν, το βλέμμα καρφωμένο στο
πεζοδρόμιο και τα χέρια στις τσέπες. Κι άλλο λεωφορείο.
Από το τυροπιτάδικο δίπλα στην στάση ο
γαλλικός καφές είχε απλώσει την μυρωδιά του στον δρόμο και εκείνος
μετρώντας τα χρήματα στην τσέπη του σκέφτηκε ότι επιτέλους αξίζει δυο
τρεις γουλιές, θα μπορούσε μάλιστα να περπατήσει μέχρι την επόμενη στάση
για να προλάβει να πιει όσο το δυνατόν περισσότερο καφέ. Δεν βιαζόταν
άλλωστε. Δύο χρόνια τώρα είχε πάψει να βιάζεται. Από την ώρα που αγόρασε
τον καφέ και μέχρι να περπατήσει ως την επόμενη στάση, άλλα δύο
λεωφορεία πέρασαν από μπροστά του ανασαίνοντας πάνω του το καυσαέριο από
τις εξατμίσεις τους.
Στην επόμενη στάση ο κόσμος ήταν
περισσότερος. Αφού άφησε άλλα δυο λεωφορεία να περάσουν, θυμήθηκε το
γραφείο του, εκείνο που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει μια Παρασκευή
απόγευμα, χωρίς προειδοποίηση. Κατάλαβε πια ότι δεν ήταν τα λεωφορεία
που ήθελε να αποφύγει, αλλά ο προορισμός που χάθηκε.
Ζ|άλη
Ζεις σε μια ζάλη που σου θολώνει την
εικόνα. Ξυπνάς το πρωί και αντί να δεις την ανατολή πιέζεις οθόνες με
notifications και widgets που σε βομβαρδίζουν με ειδήσεις ή αδιάφορα
status. Η νέα επιδημία λέγεται διάσπαση προσοχής, ξεκινάει αθώα με
μικρές απροσεξίες και παραλείψεις και καταλήγει στην εξιστόρηση της ζωής
σου μέσα από το παράθυρο του browser. Αυτό που κάποτε παρουσιάστηκε ως
μέσο επικοινωνίας οδηγεί στην απομόνωσή σου, όταν μέσα σε μια παρέα αντί
να μιλάς με τους άλλους κάνεις επίμονα refresh στο timeline. Κι όμως,
μπορείς κι αλλιώς.
Στην δουλειά το νέο αφεντικό λέγεται
φόβος, όλες οι μειώσεις αντισταθμίζονται από την μία και μοναδική
παροχή, την θέση εργασίας. Κάνεις πια δουλειά για τέσσερις, φεύγεις
αργότερα, πηγαίνεις νωρίτερα, τίποτα όμως δεν είναι αρκετό, η θέση σου
δεν εξαρτάται από εσένα, αλλά από ένα απροσδιόριστο budget που όλο
μειώνεται. Φεύγεις ζαλισμένος, έξω έχει ήδη νυχτώσει, τα φώτα των
αυτοκινήτων πέφτουν στα μάτια σου και νιώθεις να στα τρυπάνε. Η
καθημερινότητα έχει μετατραπεί σε ένα μεγάλο roller coaster που πηγαίνει
προς τα πίσω, δεν γελάς πια στις απότομες στροφές, νιώθεις απλά
αβοήθητος.
Τα σαββατοκύριακα κοιμάσαι όσο
περισσότερο μπορείς, δεν είναι τόσο το σώμα σου που θέλει να
ξεκουραστεί, αλλά το μυαλό σου. Σηκώνεσαι και κινείσαι όσο πιο αργά
μπορείς, αποφεύγεις περιττές κινήσεις και κυρίως σκέψεις, κρατάς την
κούπα του καφέ σφιχτά, σαν να είναι εκείνη ο πιο κοντινός σου φίλος. Το
βράδυ η πόλη προσπαθεί να θυμηθεί πώς διασκέδαζε, δοκιμάζεις νέα κοκτέιλ
που θα σε κάνουν να ζαλιστείς πιο γρήγορα, καπνίζεις και μιλάς δυνατά
για θέματα αδιάφορα, η πόλη θυμάται πώς διασκέδαζε κι εσύ προσπαθείς να
ξεχάσεις.
Σταματάς στην μέση του δρόμου και
καταλαβαίνεις. Δεν είναι η ζάλη που σου θολώνει την εικόνα, είναι η ίδια
η εικόνα που είναι θολή.