Μαύρες Σημαίες σε Λευκές Οθόνες – Η Ελευθερία του Λόγου στη Σύγχρονη Ελλάδα
του Αλέξη Καζαντζίδη
Ο φασισμός, παρέα με το παρακράτος, φαίνεται ότι έχει άκρες στο υπουργείο Δημοσίας Τάξης. Εκεί, όπου γνωρίζουν πριν από τον κ. Δένδια τι θα κάνει ο κ. Δένδιας. Και έτσι, στη ΝΕΤ παύουν, πατώντας κάτω, τούς -έτσι κι αλλιώς προγραμμένους- Αρβανίτη και Κατσίμη, διότι… σχολίασαν!
Η Ελλάδα του νόμου Γκεϋσώ. Ενός νόμου, όπως τον αποκαλούν οι Γάλλοι, που ποινικοποιεί τη γνώμη. Ο νόμος-ρετσινιά για έναν πολιτισμό που θέλει να ισχυρίζεται ότι έλκει την καταγωγή του απ’ τον διαφωτισμό, αναγνωρίζει… εγκλήματα γνώμης, προτείνοντας για την καταστολή τους τη λογοκρισία. Αλλά, όπως φαίνεται, και τις ποινικές καταδίκες.
Νόμους, σαν τον νόμο Γκεϋσώ, διαθέτουν μπόλικες κεντροευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, που τους καθιέρωσαν υπό το κράτος της ενοχής τους για το Ολοκαύτωμα. Μια ποινικοποίηση της σκέψης, αλλά και της ιστορικής έρευνας, που στην αρχή τουλάχιστον είχε την υποστήριξη ενός μεγάλου μέρους προοδευτικών ανθρώπων, των οποίων για μια ακόμη φορά οι καλές τους προθέσεις οδήγησαν τσιφ στην Κόλαση.
Πού ακούστηκε, λοιπόν, δημοσιογράφοι να σχολιάζουν; Να παπαγαλίζουν και να μηρυκάζουν θα έπρεπε. Οι δημοσιογράφοι είναι προτιμότερο να κάνουν αγωγές σε δημοσιογράφους, όπως η Τρέμη στον Βαξεβάνη –για… τρία εκατομμυριάκια ευρώ- λες και η Τρέμη δεν έχει το δημόσιο βήμα για να μιλήσει, να υπερασπισθεί τον εαυτό της, εκτός, βέβαια, κι αν έχει μεν το δημόσιο βήμα, αλλά δεν έχει τι να πει.
Πόσο υποκριτές είναι, επομένως, όλοι εκείνοι, οι οποίοι παρεπιδημούν στα Μέσα και σκούζουν για λογοκρισία, κάθε φορά που στάζει η ουρά του γαϊδάρου, ενώ, αντιθέτως ποιούν την νήσσα, όταν η λογοκρισία εμφανίζεται ως πολιτικώς ορθή (διότι βολεύει τους παπαγαλοτρόφους).
Έτσι, στην κομματικοκρατική τηλεόραση της ΝΕΤ λογοκρίνουν δημοσιογράφους και στα ιδιωτικά κανάλια δημοσιογράφοι-φερέφωνα λογοκρίνουν ειδήσεις, πληροφορίες, επιδίδονται σε πλύση εγκεφάλου που όλα τα λευκαίνει, σαν τα λευκά κελιά για το μυαλό.
Παραδίπλα, απολύονται και άλλοι δημοσιογράφοι, τεχνικοί, διοικητικοί που εργάζονται στον Τύπο. Και αντί μιας σιδερένιας ενότητας στον κλάδο, κυριαρχούν όχι μόνο συνδικαλιστικές ιδιοτέλειες κι έριδες, μα και ανοησίες.
Στον ΔΟΛ, για παράδειγμα, προχώρησαν προ μηνών σε περικοπές 20% και 40% με την υπόσχεση ότι δεν θα κάνουν απολύσεις. Τρίχες υπόσχεση. Τώρα, εξαγγέλλουν 80 απολύσεις. Οι επικεφαλής των τμημάτων -άλλος Μάριος κι άλλος Σύλλας- αναζητούν ποιον θα προγράψουν. Το απαιτούν, λέει, οι Τράπεζες. Το μέτρο είναι αναγκαίο για τη «βιωσιμότητα της επιχείρησης». Έγινε ο θάνατος του εργαζόμενου προϋπόθεση βιωσιμότητας του τρόπου ζωής των εργοδοτών κι όμως! Στις ίδιες εφημερίδες του ομίλου, ουκ ολίγοι αρθρογράφοι επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της πολιτικής, συκοφαντούν και καθηλώνουν τους πολίτες. «Αυτοί φταίνε», «τίποτα καλύτερο δεν τους αξίζει», και κόβει στους ίδιους τον μισθό το αφεντικό. Λοιδορούν και χλευάζουν τους εργαζόμενους και τους στύβει το αφεντικό. Στέλνουν στο εκτελεστικό τους απόσπασμα όποιον αντιστέκεται και τους απολύει το αφεντικό.
Η ελευθερία του λόγου (για την οποία μάλλον αδιαφορούν μόνο όσοι δεν τη μετέρχονται), ακόμη και η ελευθεριότητα, η παρεκτροπή ή η υπερβολή είναι προτιμότερες για τη δημοκρατία απ’ τη σιωπή των διαταγμάτων και των διατεταγμένων. Όπως η σύλληψη από λόχο αστυνομικών του Κώστα Βαξεβάνη. Με μια τεράστια ομάδα φρουρών της τάξης και έναν εισαγγελέα να ψάχνουν νωρίτερα, μέσα στη νύχτα από σπίτι σε σπίτι στη βάση πληροφοριών των μυστικών υπηρεσιών έναν δημοσιογράφο που κατηγορείται για… πλημμέλημα!
Λες και οι πολίτες δεν μπορούν να κρίνουν. Και για την όποια κρίση, προϋπόθεση δεν είναι παρά η δημοσίευση. Ίσως όσο πιο πολύ φοβούνται την κρίση και την κριτική, τόσο πιο πολύ θα δίνουν τον χώρο στην ανατροπή τους. Αν μπορούν να εννοήσουν τη διαφο
Ο φασισμός, παρέα με το παρακράτος, φαίνεται ότι έχει άκρες στο υπουργείο Δημοσίας Τάξης. Εκεί, όπου γνωρίζουν πριν από τον κ. Δένδια τι θα κάνει ο κ. Δένδιας. Και έτσι, στη ΝΕΤ παύουν, πατώντας κάτω, τούς -έτσι κι αλλιώς προγραμμένους- Αρβανίτη και Κατσίμη, διότι… σχολίασαν!
Η Ελλάδα του νόμου Γκεϋσώ. Ενός νόμου, όπως τον αποκαλούν οι Γάλλοι, που ποινικοποιεί τη γνώμη. Ο νόμος-ρετσινιά για έναν πολιτισμό που θέλει να ισχυρίζεται ότι έλκει την καταγωγή του απ’ τον διαφωτισμό, αναγνωρίζει… εγκλήματα γνώμης, προτείνοντας για την καταστολή τους τη λογοκρισία. Αλλά, όπως φαίνεται, και τις ποινικές καταδίκες.
Νόμους, σαν τον νόμο Γκεϋσώ, διαθέτουν μπόλικες κεντροευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, που τους καθιέρωσαν υπό το κράτος της ενοχής τους για το Ολοκαύτωμα. Μια ποινικοποίηση της σκέψης, αλλά και της ιστορικής έρευνας, που στην αρχή τουλάχιστον είχε την υποστήριξη ενός μεγάλου μέρους προοδευτικών ανθρώπων, των οποίων για μια ακόμη φορά οι καλές τους προθέσεις οδήγησαν τσιφ στην Κόλαση.
Πού ακούστηκε, λοιπόν, δημοσιογράφοι να σχολιάζουν; Να παπαγαλίζουν και να μηρυκάζουν θα έπρεπε. Οι δημοσιογράφοι είναι προτιμότερο να κάνουν αγωγές σε δημοσιογράφους, όπως η Τρέμη στον Βαξεβάνη –για… τρία εκατομμυριάκια ευρώ- λες και η Τρέμη δεν έχει το δημόσιο βήμα για να μιλήσει, να υπερασπισθεί τον εαυτό της, εκτός, βέβαια, κι αν έχει μεν το δημόσιο βήμα, αλλά δεν έχει τι να πει.
Πόσο υποκριτές είναι, επομένως, όλοι εκείνοι, οι οποίοι παρεπιδημούν στα Μέσα και σκούζουν για λογοκρισία, κάθε φορά που στάζει η ουρά του γαϊδάρου, ενώ, αντιθέτως ποιούν την νήσσα, όταν η λογοκρισία εμφανίζεται ως πολιτικώς ορθή (διότι βολεύει τους παπαγαλοτρόφους).
Έτσι, στην κομματικοκρατική τηλεόραση της ΝΕΤ λογοκρίνουν δημοσιογράφους και στα ιδιωτικά κανάλια δημοσιογράφοι-φερέφωνα λογοκρίνουν ειδήσεις, πληροφορίες, επιδίδονται σε πλύση εγκεφάλου που όλα τα λευκαίνει, σαν τα λευκά κελιά για το μυαλό.
Παραδίπλα, απολύονται και άλλοι δημοσιογράφοι, τεχνικοί, διοικητικοί που εργάζονται στον Τύπο. Και αντί μιας σιδερένιας ενότητας στον κλάδο, κυριαρχούν όχι μόνο συνδικαλιστικές ιδιοτέλειες κι έριδες, μα και ανοησίες.
Στον ΔΟΛ, για παράδειγμα, προχώρησαν προ μηνών σε περικοπές 20% και 40% με την υπόσχεση ότι δεν θα κάνουν απολύσεις. Τρίχες υπόσχεση. Τώρα, εξαγγέλλουν 80 απολύσεις. Οι επικεφαλής των τμημάτων -άλλος Μάριος κι άλλος Σύλλας- αναζητούν ποιον θα προγράψουν. Το απαιτούν, λέει, οι Τράπεζες. Το μέτρο είναι αναγκαίο για τη «βιωσιμότητα της επιχείρησης». Έγινε ο θάνατος του εργαζόμενου προϋπόθεση βιωσιμότητας του τρόπου ζωής των εργοδοτών κι όμως! Στις ίδιες εφημερίδες του ομίλου, ουκ ολίγοι αρθρογράφοι επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της πολιτικής, συκοφαντούν και καθηλώνουν τους πολίτες. «Αυτοί φταίνε», «τίποτα καλύτερο δεν τους αξίζει», και κόβει στους ίδιους τον μισθό το αφεντικό. Λοιδορούν και χλευάζουν τους εργαζόμενους και τους στύβει το αφεντικό. Στέλνουν στο εκτελεστικό τους απόσπασμα όποιον αντιστέκεται και τους απολύει το αφεντικό.
Η ελευθερία του λόγου (για την οποία μάλλον αδιαφορούν μόνο όσοι δεν τη μετέρχονται), ακόμη και η ελευθεριότητα, η παρεκτροπή ή η υπερβολή είναι προτιμότερες για τη δημοκρατία απ’ τη σιωπή των διαταγμάτων και των διατεταγμένων. Όπως η σύλληψη από λόχο αστυνομικών του Κώστα Βαξεβάνη. Με μια τεράστια ομάδα φρουρών της τάξης και έναν εισαγγελέα να ψάχνουν νωρίτερα, μέσα στη νύχτα από σπίτι σε σπίτι στη βάση πληροφοριών των μυστικών υπηρεσιών έναν δημοσιογράφο που κατηγορείται για… πλημμέλημα!
Λες και οι πολίτες δεν μπορούν να κρίνουν. Και για την όποια κρίση, προϋπόθεση δεν είναι παρά η δημοσίευση. Ίσως όσο πιο πολύ φοβούνται την κρίση και την κριτική, τόσο πιο πολύ θα δίνουν τον χώρο στην ανατροπή τους. Αν μπορούν να εννοήσουν τη διαφο