Η ώρα της ταπείνωσης κοντοζυγώνει
του Γιάννη Μακριδάκη
Πριν από 15 χρόνια έπεσα για πρώτη στη ζωή μου πάνω σε Έλληνες που είχαν ζήσει την προσφυγιά. Όχι τους Μικρασιάτες του “μακρινού” 1922 αλλά κατοπινούς, ανθρώπους που όταν τους γνώρισα δεν είχαν όλοι τους την μορφή του γέροντα, δεν ήταν βγαλμένοι από άψυχα βιβλία ιστορίας ούτε από ταινίες αλλά ήταν σαν εμένα, σαν τους γονείς μου, ήταν γείτονές μου, άνθρωποι με τις δουλειές τους ή συνταξιούχοι και γεμάτοι ζωή.
Από περιέργεια ασχολήθηκα, έμαθα και κατέγραψα τις προσωπικές τους ιστορίες, οι οποίες δεν διαφέρουν καθόλου από τις ιστορίες των σύγχρονων προσφύγων από τη Συρία, από το Ιράν, από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Στο μόνο που διαφέρουν είναι η διεύθυνση της νοητής γραμμής του ταξιδιού τους επί του χάρτη, η οποία ήταν η αντίστροφη.
Έλληνες της περασμένης γενιάς, και όχι προϊστορικοί, αναγκάστηκαν να φύγουν νύχτα με μικρά πλεούμενα για την Τουρκία, αρκετοί να πνιγούν στα νερά του Αιγαίου, οι πολλοί που επέζησαν να φιλοξενηθούν από απλούς ανθρώπους της γειτονικής χώρας, να γνωρίσουν το μεγαλείο της ψυχής κάθε απλού και φτωχού χωρικού που τους φίλεψε λίγο γάλα και ψωμί, να αφεθούν ύστερα στις οργανώσεις που είχαν αρμοδιότητα την διαχείριση των προσφύγων και να φτάσουν εν τέλει σε καταυλισμούς και σπίτια στην Κύπρο, την Μέση Ανατολή, την Αφρική. Έως το βελγικό Κονγκό φτάσανε οι Έλληνες πρόσφυγες. Όχι της προϊστορίας επαναλαμβάνω, αλλά της αμέσως προηγούμενης οικονομικής κρίσης από την σημερινή.
Όλοι αυτοί οι Έλληνες ζουν ακόμα ανάμεσά μας. Έχω γείτονα που γεννήθηκε στη Μέση Ανατολή επειδή ο πατέρας του λιποτάκτησε από τον ελληνικό στρατό και πήγε, βρήκε τη πρόσφυγια μάνα του, κοιμηθήκανε μαζί δυο βράδια και ύστερα εκείνος συνελήφθη από την στρατονομία, οδηγήθηκε πάλι στο μέτωπο του Ελ Αλαμέιν και σκοτώθηκε. Πρόλαβε όμως να αφήσει τον γόνιμο σπόρο του στα σπλάχνα της ελληνικής προσφυγιάς.
Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους Έλληνες που ζήτησαν καταφύγιο στις ανατολικές χώρες και δέχτηκαν την μεγαλοψυχία ανθρώπων άλλων φυλών, ήταν και οι χρυσαυγίτες της εποχής εκείνης, οι φανατικοί εθνικιστές, τα κατά τόπους πρωτοπαλίκαρα των οργανώσεων της ΕΟΝ του Μεταξά, οι οποίοι βεβαίως κατάλαβαν με πολύ σκληρό τρόπο και σε πολύ σύντομο χρόνο ότι η ιδεολογία τους είναι έωλη και καταστροφική. Πρώτα απ’ όλα για τους εαυτούς τους. Αναγκάστηκαν οι Έλληνες εθνικιστές, μαζί με όλους τους άλλους πρόσφυγες, όχι μόνο να δεχτούν αλλά και να εκλιπαρήσουν βοήθεια, συμπαράσταση, κατανόηση, από τους αλλόφυλους και αλλόθρησκους Τούρκους, Άραβες, Αφρικανούς, στων οποίων τις πατρίδες βρέθηκαν πρόσφυγες για να σωθούν.
Μισόν αιώνα μετά και ενώ η κατεύθυνση των προσφύγων έχει εδώ και χρόνια αντιστραφεί, η Ελλάδα βιώνει πάλι τα προεόρτια μιας νέας δικής της προσφυγιάς. Βρίσκεται ακριβώς στην εποχή του 1935-39, όταν βίωνε τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και την έξαρση του εγχώριου εθνικισμού. Τότε, ελλείψει αλλοεθνών μεταναστών, ο ελληνικός εθνικισμός εκφραζόταν κατά των Αριστερών, τους οποίους κράτος και παρακράτος καταδίωκε ανελέητα. Σήμερα η σαπίλα κράτους και παρακράτους εκδηλώνεται κατά πάντων. Κατά αριστερών, αναρχικών, προσφύγων, μεταναστών, πάσης φύσεως κατατρεγμένων. Από τον Ξένιο Δία μέχρι την δολοφονία του νεαρού Πακιστανού προχθές η απόσταση είναι αμελητέα. Ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί των πογκρόμ και των δολοφονικών ρατσιστικών επιθέσεων οδηγούν ξανά την Ιστορία στην σύρραξη και στην καταστροφή. Οδηγούν ξανά την Ελλάδα στην προσφυγιά. Απαίδευτοι και ανιστόρητοι προαγωγοί του μίσους, θα είναι οι πρώτοι που θα ζητήσουν καταφύγιο σε άλλες πατρίδες πολύ σύντομα. Και θα ακολουθήσει βέβαια η σιωπηλή μάζα που τους στηρίζει είτε με την συμμετοχή της είτε με την ανοχή της.
Όποιος δεν μπορεί να δει το μαύρο φίδι που τον τρώει, ας συνεχίζει να εκφράζεται ή να δρα με μίσος προς τον Άνθρωπο. Η ώρα της ταπείνωσης ξαναφτάνει.