Οικονομική Κρίση ...Επιληψίας
Σε όλη την περιφέρεια του Βορείου Ατλαντικού, οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι κυβερνήσεις φαίνεται, ως επί το πλείστον, ότι αδυνατούν να επιτύχουν την αποκατάσταση της πλήρους απασχόλησης στις οικονομίες τους. Η Ευρώπη έχει πέσει σε ύφεση, μη έχοντας ποτέ ανακάμψει από την οικονομική κρίση / κρίση χρέους που ξεκίνησε το 2008.
Η ετήσια ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, τοποθετείται επί του παρόντος στο 1,5% (περίπου μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από το δυνητικό), και η ανάπτυξη ενδέχεται να επιβραδυνθεί, λόγω της μικρής δημοσιονομικής συστολής του τρέχοντος έτους.
Από την εποχή του πανικού του 1825, που σχεδόν προκάλεσε την κατάρρευση της Τράπεζας της Αγγλίας, όλες οι οικονομίες που έχουν τη βάση τους στη βιομηχανία, έχουν υποφέρει από περιοδικές οικονομικές κρίσεις, συνοδευόμενες από υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Τέτοιου είδους επεισόδια είναι κακά για όλους – για τους εργαζομένους που χάνουν τις δουλειές τους, για τους επιχειρηματίες και τους μετόχους που χάνουν τα κέρδη τους, για τις κυβερνήσεις που χάνουν τα φορολογικά τους έσοδα, και για τους ομολογιούχους που υποφέρουν από τις συνέπειες της πτώχευσης – και είχαμε σχεδόν δύο αιώνες να βρούμε τρόπο για την αντιμετώπισή τους. Γιατί, λοιπόν, έχουν αποτύχει οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες;
Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους οι αρχές ενδέχεται να αποτύχουν στην αποκατάσταση της πλήρους απασχόλησης αμέσως μετά από μία ύφεση. Κατ’ αρχάς, οι μη σταθεροποιημένες πληθωριστικές προσδοκίες και οι διαρθρωτικές δυσκολίες θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι οι προσπάθειες τόνωσης της ζήτησης φαίνονται σχεδόν αποκλειστικά στην ταχύτερη αύξηση των τιμών και μόνο ελάχιστα στην αύξηση της απασχόλησης. Αυτό ήταν το πρόβλημα κατά τη δεκαετία του 1970, ωστόσο δεν είναι το πρόβλημα τώρα.
Ο δεύτερος λόγος μπορεί να είναι, ότι ακόμα και με σταθεροποιημένες πληθωριστικές προσδοκίες (και, ως εκ τούτου, σταθερότητα τιμών), οι πολιτικοί δε γνωρίζουν πώς να τις διατηρήσουν σταθεροποιημένες, ενισχύοντας παράλληλα τη ροή των δαπανών στην οικονομία.
Και κάπου εδώ σταματάω, σαστισμένος. Τουλάχιστον όσο μελετούσα την ιστορία, μέχρι το 1829, οι τεχνοκράτες οικονομολόγοι της Δυτικής Ευρώπης είχαν ήδη καταλάβει γιατί συμβαίνουν αυτές οι περιοδικές οικονομικές κρίσεις «επιληψίας». Εκείνη τη χρονιά, ο Jean-Baptiste Say δημοσίευσε το «Cours Complet d’Economie Politique Pratique», παραδεχόμενος ότι ο Thomas Malthus είχε τουλάχιστον δίκιο κατά το ήμισυ, όταν υποστήριζε ότι μία οικονομία θα μπορούσε να υποφέρει για χρόνια από ένα «γενικό πλεόνασμα» εμπορευμάτων, με όλους σχεδόν να προσπαθούν να μειώσουν τις δαπάνες κάτω από το εισόδημα (απομόχλευση, στη σημερινή ορολογία). Και, επειδή οι δαπάνες ενός ατόμου είναι το εισόδημα ενός άλλου, η καθολική απομόχλευση παράγει μόνο ύφεση και υψηλή ανεργία.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα, οικονομολόγοι όπως οι John Stuart Mill, Walter Bagehot, Irving Fisher, Knut Wicksell, και John Maynard Keynes επινόησαν μία λίστα από συγκεκριμένα βήματα που θα πρέπει να ακολουθηθούν για την αποφυγή και την αντιμετώπιση μίας ύφεσης.
Μην φτάσετε σε αυτό το σημείο εξαρχής: αποφύγετε οποιαδήποτε αιτία ύφεσης – είτε πρόκειται για εξωτερικές πιέσεις υπό τον «χρυσό κανόνα», είτε για «φούσκες» στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, είτε για κύκλους πανικού και μόχλευσης όπως του 2003-2009 – που δημιουργούν την επιθυμία για απομόχλευση.
Αν βρεθείτε σε αυτό το σημείο, διακόψτε την τάση για απομόχλευση βάζοντας την κεντρική τράπεζα να αγοράσει ομόλογα τοις μετρητοίς, κάνοντας έτσι τα επιτόκια να πέσουν έτσι ώστε η διακράτηση χρέους να γίνει πιο ελκυστική από τη διακράτηση μετρητών.
Αν ακόμα βρίσκεστε στο δυσάρεστο σημείο της ύφεσης, διακόψτε την τάση για απομόχλευση βάζοντας το Θησαυροφυλάκιο να εγγυηθεί για τα περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου, ώστε να αυξηθεί η ποιότητα του χρέους στην αγορά· αυτό θα οδηγήσει επίσης στο να γίνει η διακράτηση χρέους πιο ελκυστική.
Αν τα παραπάνω αποτύχουν, σταματήστε την τάση για απομόχλευση με την υπόσχεση να εκτυπώσετε περισσότερα χρήματα στο μέλλον. Η υπόσχεση αυτή θα αυξήσει το ποσοστό του πληθωρισμού και θα καταστήσει τη διακράτηση μετρητών λιγότερο ελκυστική από το ξόδεμα.
Στην χειρότερη περίπτωση, βάλτε την κυβέρνηση να επέμβει, να δανειστεί χρήματα και να αγοράσει πράγματα, εξισορροπώντας έτσι την οικονομία ενώ ο ιδιωτικός τομέας ξεπληρώνει τα χρέη του.
Υπάρχουν φυσικά πολλές λεπτές γραμμές στο πως θα έπρεπε οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες να προσπαθήσουν να ακολουθήσουν τα παραπάνω βήματα. Και, πράγματι, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες της περιφέρειας του Βορείου Ατλαντικού έχουν δοκιμάσει, σε κάποιο βαθμό, ορισμένα από αυτά τα βήματα. Ωστόσο είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχουν προσπαθήσει αρκετά: δεν έχει ανάψει ακόμα κόκκινο για τις μη σταθεροποιημένες πληθωριστικές προσδοκίες, την επιτάχυνση της αύξησης των τιμών και την αύξηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων – τα οποία μας δείχνουν ότι έχουμε φτάσει τα διαρθρωτικά όρια, αλλά και τα όρια των προσδοκιών της επεκτατικής πολιτικής.
Έτσι, μένουμε να απέχουμε πολύ από την πλήρη απασχόληση για τον τρίτο από τους λόγους που αναφέραμε. Το θέμα δεν είναι ότι οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες δε μπορούν να αποκαταστήσουν την απασχόληση, ή ότι δεν γνωρίζουν πώς να το κάνουν· το θέμα είναι ότι οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες δεν πρόκειται να λάβουν μέτρα επεκτατικής πολιτικής σε αρκετά μεγάλη κλίμακα ώστε να αποκατασταθεί η πλήρης απασχόληση με γοργούς ρυθμούς.
Σε αυτό το σημείο προβληματίζομαι σχετικά με τη δεκαετία του 1930, και το πώς τα ιστορικά γεγονότα επαναλαμβάνονται, εμφανιζόμενα πρώτα ως τραγωδία και στη συνέχεια, κρατήσου Καρλ Μαρξ, ως μία ακόμα τραγωδία. Ο Κέυνς παρακάλεσε τους πολιτικούς της εποχής του να αγνοήσουν τις «λιτές και πουριτανικές ψυχές» που υποστήριζαν αυτό που ευγενικά αποκαλούσαν «μια παρατεταμένη εκκαθάριση που θα μας φέρει στον ίσιο δρόμο», και δήλωσε εντεταμένα ότι «δε μπορούσε να καταλάβει πως η καθολική χρεοκοπία θα μπορούσε να μας κάνει καλό ή να μας φέρει πιο κοντά στην ευημερία».
Οι σημερινοί πολιτικοί, που είναι τόσο πρόθυμοι να περιορίσουν τα επεκτατικά μέτρα, θα έπρεπε να σταματήσουν και να εξετάσουν το ίδιο ερώτημα.