Ως πότε θα κρυβόμαστε πίσω από τη σκιά μας;
Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Δεν είναι μόνο που μας έχουν διαλύσει οικονομικά, δεν φτάνει που μας θεωρούν αριθμούς, το κυριότερο είναι πως πιστέψαμε ότι είναι ανίκητοι.
Δεν φτάνει που μας έφτασαν στο σημείο να ντρεπόμαστε να κοιτάξουμε τα παιδιά μας, πρέπει να αισθανόμαστε και συνυπεύθυνοι για την κατάσταση που βιώνουμε για να βγαίνουν λάδι οι πραγματικοί υπαίτιοι;
Από το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου περάσαμε στο «όλοι φταίμε» του Πρετεντέρη. Εδώ που τα λέμε, το «όλοι φταίμε» κρύβει μια μεγάλη αλήθεια.
Φταίμε, γιατί εδώ και τρία χρόνια και άλλα 35 πιο πριν, πιστεύουμε τους ίδιους που ευθύνονται για όσα έχουν συμβεί, επειδή είναι πιο βολικό να μην αντιδράσει κάποιος από το να αντιδράσει όπως χρειάζεται.
Μπορεί τυπικά να έχουμε Δημοκρατία, όπου ο καθένας, πάλι τυπικά, έχει το δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα. Όμως η ποιότητα της Δημοκρατίας δεν κρίνεται από αυτό αλλά από το κατά πόσο, η γνώμη κάποιου μπορεί να φτάσει στο ίδιο πλήθος ανθρώπων που φτάνει και η γνώμη κάποιου άλλου.
Διότι, ας μην κρυβόμαστε πίσω από τη σκιά μας. Δεν φτάνει στο ίδιο πλήθος ακροατών, το «χρειάζονται θυσίες» του τηλεπαραθυράτου αναλυτή με το «δεν αντέχω άλλο», του άνεργου που υποφέρει.
Η όποια Δημοκρατία, παρουσιάζει έλλειμμα λόγω της τεράστιας μεταδοτικής δύναμης που διαθέτει, κυρίως, η τηλεόραση. Ας δούμε λίγο τους ιδιοκτήτες των περισσότερων καναλιών; Το μόνο κοινό που έχουν είναι η ιδιότητα του κρατικοδίαιτου επιχειρηματία.
Μαθαίνουμε ότι θέλουν να μάθουμε, δηλαδή, ότι τους συμφέρει. Ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις όταν κρίνουν πως πρέπει να το κάνουν. Οι όποιες εξαιρέσεις, ενδεχομένως, υπάρχουν, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Το επιχείρημα «άλλαξε κανάλι» ή «κλείσε την τηλεόραση» είναι και αστείο και αυταρχικό. Όταν όλα τα κανάλια δείχνουν «το ίδιο έργο» οι επιλογές είναι μηδαμινές. Και τέλος πάντων, δεν θέλω να κλείσω την τηλεόραση. Οι συχνότητες στις οποίες εκπέμπουν είναι δημόσιο αγαθό και όχι ιδιοκτησία τους. Όπως δεν έχει, όμως, το δικαίωμα η ΕΥΔΑΠ να ρίχνει δηλητήριο στο νερό έτσι δεν έχει το δικαίωμα και κανένα κανάλι να δηλητηριάζει τη σκέψη μας και να μην λαμβάνει υπόψη του το δημόσιο καλό.
Μα, θα πει κάποιος, υπάρχουν τόσοι θεσμοί και τόσες επιτροπές ελέγχου και διαφάνειας των τηλεοπτικών προγραμμάτων.
Τρίχες! Είδατε καμία να επεμβαίνει όταν κάποιο κανάλι τρομοκρατεί τον κόσμο λέγοντας πως δεν θα υπάρχουν χρήματα για μισθούς και συντάξεις αν δεν πάρουμε την, δεν ξέρω κι εγώ ποια, δόση για την οποία όμως χρειάζεται να παρθούν εκατοντάδες μέτρα εκ μέρους της εκάστοτε κυβέρνησης, όταν ξέρουν πως τα λεφτά τις δόσης πάνε στους δανειστές και στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών;
Δεν υπάρχει αντίλογος; Δεν υπάρχουν διαφορετικές φωνές;
Το επιχείρημα είναι ότι πρόκειται για μειοψηφίες. Μα αν οι μειοψηφίες, εξ ορισμού, έχουν άδικο και δεν μπορούν τίποτε να προσφέρουν στην επίλυση ενός προβλήματος τότε να καταργήσουμε και τις εκλογές αφού οι απόψεις μιας μειοψηφίας δεν πρόκειται ποτέ να πλειοψηφήσουν. Μα όσα κόμματα πλειοψήφησαν και κυβέρνησαν, πιο παλιά μειοψηφίες ήταν. Και τέλος πάντων, από πού προκύπτει ότι οι πλειοψηφίες έχουν (πάντα) δίκιο.
Είναι πιο βολικό σε όλους μας να μην απεργούμε με το επιχείρημα ότι οι περισσότεροι συνδικαλιστές είναι συμβιβασμένοι, λες και απεργούμε για τους συνδικαλιστές και όχι για τους εαυτούς μας, από το να απεργούμε και να χάνουμε τα μεροκάματα και την ησυχία μας.
Αν ευθύνονται για ένα πράγμα οι συνδικαλιστές, που δεν είναι μόνο ένα, είναι ότι με τις τακτικές και τις πρακτικές τους διέλυσαν την απαραίτητη αλληλεγγύη μεταξύ μας και μας οδήγησαν στο ατομικό βόλεμα και στη λογική της ανάθεσης.
Από τη στιγμή που ο συνδικαλισμός μετατράπηκε με πολύ ύπουλο τρόπο σε συνδιοίκηση άρχισε η αυτοαναίρεσή του. Η πυξίδα που τον προσανατόλιζε τρελάθηκε και έδειχνε άλλες φορές σε βουλευτικές έδρες, άλλες σε διοικητικές θέσεις και άλλες σε δρόμους συνδιαλλαγής και συνδιαχείρισης με την εξουσία.
Το μόνο που απομένει είναι να ξεπεράσουμε τις ανεπαρκείς συνδικαλιστικές ηγεσίες χτίζοντας μεταξύ μας αλληλεγγύη και ενότητα στη βάση των κοινών μας προβλημάτων και του κοινού αντιπάλου.
Γνωρίζουμε πως ο πραγματικός αντίπαλος έχει δύναμη, αλλά όχι μεγαλύτερη από τη δική μας. Δεν είναι λύση να βρίσκουμε το εύκολο «αντίπαλο δέος» μας στους μετανάστες ή στους συναδέλφους άλλων επαγγελματικών τομέων ή σε κοινωνικές ομάδες που θεωρούνται, από τους αστεράτους δημοσιογράφους, ως ευνοημένες.
Όταν άρχισε να συζητιέται η θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων στη χορήγηση διαφόρων επιδομάτων, είχα υποστηρίξει πως ανοίγει ο δρόμος για την κατάργησή τους, όπως και έγινε. Η λογική τού να τα κόψουν σε κάποιους μήπως και τα γλιτώσω εγώ, αποδείχτηκε για μία ακόμη αφορά λανθασμένη. Τα έκοψαν από όλους και ησυχάσαμε.
Όταν έκοψαν για πρώτη φορά το εφάπαξ, κάποιοι απαίτησαν να αρχίσουν οι περικοπές από τους επόμενους, ποντάροντας ότι θα τη γλυτώσουν οι ίδιοι και θα την πληρώσουν οι επόμενοι. Τα εφάπαξ μειώθηκαν, θα μειωθούν κι άλλο και άρχισε η συζήτηση για την πλήρη κατάργησή τους ή τη μετατροπή τους σε χαρτζιλίκι.
Που είναι τα δώρα; Οέο;
Ποιο είναι το δικό μου συμπέρασμα;
Αφού τους αφήνουμε, καλά μας κάνουν! Κι άλλα τόσα θα ζητήσουν. Κορόιδα είναι; Αφού τους τα προσφέρουμε και μάλιστα με τον πιο ευγενικό τρόπο είναι δυνατόν να αρνηθούν την «προσφορά» μας;
Όσο το κριάρι δεν αντιδρά, τόσο πιο πολύ το βαράει ο τσοπάνης. Ρωτήστε όμως κανέναν τσοπάνη που του έτυχε να αντιδράσει το κριάρι! Ακόμα τρέχει γιατί, όπως ξέρουμε, το κριάρι έχει κέρατα και μάλιστα πολύ δυνατά.