ΠΑΡΤΕ ΤΑ ΟΛΑ! ΑΝ ΑΝΤΕΞΟΥΜΕ, ΤΟΤΕ ΘΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ.
Έχετε δει τρελό να βλέπει τ΄αντερά του έξω και να γελάει? Κάπως έτσι μεταλλάσσομαι. Κάπως έτσι μεταλλάσσονται χιλιάδες από εμάς. Κι όποιος αντέξει. Τρως το πρώτο κατρακύλισμα, σοκάρεσαι, τα χάνεις. Ξεκινάς μ΄εκείνο το κλαψιάρικο "τι θα απογίνω" και βλέπεις μπροστά δυο δρόμους. Την επιλογή να συνεχίσεις να είσαι κλαψο.... ή την επιλογή να ξεπεράσεις αυτό που ήσουν. Αυτό που είσαι. Αυτό που σου λένε να γίνεις.
Τα βάζεις όλα στο τραπέζι. Δεν βγαίνει ο λογαριασμός με τίποτα συνεχίζοντας να είσαι εκείνο που ήσουν. Όσο και να το τραβήξεις δεν υπάρχει εκατοστό περιθώριο. Ο φόβος είναι η εύκολη επιλογή. Το κλαψούρισμα ακόμα πιο εύκολο. Ένα συνεχές συναίσθημα απόγνωσης, αυτό κι αν είναι. Σε στέλνουν με μελετημένες κινήσεις στη τρέλα ή στο μπαλκόνι. Η στη θηλιά. Όπως το προτιμάτε.
Και τότε αρχίζει και γυρίζει το μυαλό και παίρνει στροφές απίστευτες. Πρώτα η τσαντίλα. Μετά εκείνο το συναίσθημα να ξεσπάσεις όπου βρεις, σε όποιον βρεις. Κι αν γυρίσεις λίγες στροφές ακόμα, καταλαβαίνεις πως η μόνη λύση είναι να μην καταπιείς τη φόλα που σου έχουν πλασάρει. Η εικόνα στο κάδρο αλλάζει. Εκεί που έβλεπες ένα θηρίο από πάνω σου και το μέγεθος σου περίπου μυρμήγκι κι ακόμα μικρότερο μπροστά σου, έρχεται το πάνω κάτω και τους κοιτάς σαν να είσαι θεόρατος. Άπιαστος. Κάνεις ένα γρήγορο υπολογισμό τι έχεις πια να χάσεις που να μην μπορείς να το αντέξεις. Τι?
Βάζεις στη μια μεριά ένα βουνό από χαράτσια, εκβιασμούς, απειλές, τρομοκρατία, συμμορίες που σε κοιτάνε απειλητικά στη γωνία, θέλουν να σου μετρήσουν και το τελευταίο εκατοστό ξύγκι που έχεις πάνω σου και ποντάρουν, αυτό είναι το ένα και μοναδικό ποντάρισμα που μπορούν να κάνουν, ποντάρουν στο φόβο σου. Στη τρομοκρατία που σε πιάνει στο σκοτάδι. Στο αδιέξοδο. Στο άγνωστο τοπίο που σ΄εχουν ρίξει και σε παραφυλάνε. Κι βλέπεις σιγά σιγά πως πολύ απλά μπορούν να σου πάρουν, ότι φοβάσαι να χάσεις.
Το σπίτι, το αυτοκίνητο, ένα κρεβάτι να κοιμάσαι, το φαΐ, τις ήσυχες μέρες, τα μικρά και μεγάλα κλειδιά ασφαλείας που αμπαρώνουν τη φωλίτσα σου. Και τότε φωνάζεις ένα μεγαλοπρεπές. Πάρτα μαλάκα όλα. Πάρτα. Πάρε το σπίτι θα περιφέρομαι σαν την άδικη κατάρα και δεν θα με βρεις πουθενά, πάρε το αυτοκίνητο και θα βγάλουν τα πόδια μου κάλους, πάρε τις ήσυχε μέρες μου και κάντες κομπολόι, πάρε όλα τα κλειδιά ασφαλείας θα κοιμάμαι μ΄ανοιχτές τις πόρτες κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Με απειλείς και με τα παιδιά μου. Θα τα μάθω να σε λένε επίσης μαλάκα. Θα τα μάθω να κοιμούνται στο ύπαιθρο και να επιβιώνουν σαν αδέσποτα. Με απειλείς με τους γέρους μου που δεν μπορούν να περπατήσουν? Θα τους πάρω στον ώμο να τους κουβαλήσω σε τόπο που δεν θα τους βρεις.
Πάρτα μαλάκα όλα και βάλτα όπου νομίζεις. Στο σκοτάδι που απλώνεις μυρίζω τη σαπίλα σου, σε εντοπίζω. Εσύ όμως όταν θα μ΄έχεις επί τέλους απαλλάξει από όλα τα σκουπίδια που μου είχες φορτώσει για να με κρατάς φυλακισμένο στο ψεύτικο κατασκεύασμά σου, δεν θα υπάρχει τίποτα πια να βρεις για να με κρατήσεις σκλάβο. Μαλάκα!
Αφιερωμένο στους φίλους, που τους βλέπω να γυρνάνε ζαλισμένοι, με τα μάτια πρησμένα και το φόβο να τρώει τα σωθικά τους. Αφιερωμένο στους συνανθρώπους μου, που πρέπει άμεσα να δουν τον ευαυτό τους τεράστιο. Άπιαστο. Πριν να είναι αργά. Ένα βήμα μας χωρίζει ανάμεσα από αυτό που μας έχουν πείσει πως είμαστε, κι αυτό που στ΄αλήθεια κρύβουμε μέσα μας. Πιάσου από το βράχο γερά και σκαρφάλωσε. Μη κοιτάς κάτω.