Η πτήση της Ευρωπαϊκής αγριομέλισσας
Τον Ιούλιο του 2012, απευθυνόμενος σε τραπεζίτες στο Λονδίνο, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, παρομοίασε το ευρώ με την αγριομέλισσα. «Το ευρώ είναι σαν μια αγριομέλισσα, έναν μπούμπουρα. Η αγριομέλισσα είναι ένα αξιοπερίεργο της φύσης γιατί κανονικά δεν θα έπρεπε να πετάει. Και όμως πετάει. Έτσι και το ευρώ ήταν μία αγριομέλισσα που πετούσε μια χαρά για πολλά χρόνια.» Αλλά, «κάτι πρέπει να άλλαξε». Έτσι, η «αγριομέλισσα θα πρέπει να αναβαθμιστεί σε κανονική μέλισσα. Και αυτό ακριβώς κάνει».
Στην πραγματικότητα, για τους επιστήμονες, δεν υπήρξε ποτέ κανένα μυστήριο σχετικά με την πτήση των αγριομελισσών: χτυπούν τα φτερά τους περίπου 200 φορές ανά δευτερόλεπτο. Φυσικά δε μπορούν να το πετύχουν κουνώντας τους μύες τους, αλλά μόνο με τη δόνησή τους. Σκεφτείτε τη δύναμη που παράγεται κουνώντας ένα ραβδί και συγκρίνετέ τη με τη δύναμη ενός διαπασών. Η πιο ανεπαίσθητη δύναμη είναι πολύ ισχυρότερη.
Είναι λοιπόν η Ευρωζώνη έτοιμη να δονηθεί, αντί απλά να κουνιέται; Τρεις σταθερές αλλαγές έχουν συμβεί στην Ευρώπη τα τελευταία τρία χρόνια. Οι ευέλικτοι δημοσιονομικοί κανόνες και οι άκαμπτες νομισματικές πολιτικές έχουν δώσει τι θέσεις τους στο αντίθετο. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της σφιχτής εργατικής νομοθεσίας και των πιο χαλαρών δημοσιονομικών κανονισμών, ενώ οι Ευρωπαϊκοί μηχανισμοί επιτήρησης και έκτακτης ανάγκης έχουν υποστεί παρόμοιες αλλαγές.
Αυτές οι αλλαγές είναι λογικές, και θα πρέπει να διατηρηθούν. Η πρώτη αλλαγή έχει καθυστερήσει, και οι λόγοι δεν είναι καθόλου δυσδιάκριτοι. Ένα από τα κύρια προβλήματα του ευρώ από την εισαγωγή του νομίσματος το 1999, ήταν ότι σχεδόν όλα τα εθνικά ταμεία παραβίασαν τους δημοσιονομικούς κανόνες της νομισματικής ένωσης. Αντιθέτως, η ΕΚΤ ήταν μοντέλο ευθύτητας, και η πειθαρχεία της βοήθησε τους πάντες. Ο πληθωρισμός μειώθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα στις φτωχότερες χώρες. Το 1995, οι ρυθμοί του πληθωρισμού σε Ελλάδα και Πορτογαλία ήταν περίπου τρεις φορές αυτοί των οικονομιών της βόρειας Ευρώπης· μέχρι το 2008, ήταν περίπου ίδιοι.
Απαλλαγμένο από το άγχος αποσταθεροποίησης των συναλλαγματικών προσαρμογών που είχε ταλαιπωρήσει τη μεταπολεμική Ευρώπη, το εμπόριο αυξήθηκε δραματικά, ειδικά στις μεγαλύτερες οικονομίες. Το 1990, οι εξαγωγές της Γερμανίας αντιστοιχούσαν στο 25% του ΑΕΠ· μέχρι το 2008, είχαν σχεδόν διπλασιαστεί, φτάνοντας στο 48%. Η νομισματική σταθερότητα μείωσε το κόστος της πίστωσης. Τη δεκαετία του 1990, τα επιτόκια σε Ελλάδα και Πορτογαλία ήταν περίπου 20%. Μέχρι το 2008, είχαν φτάσει στο 2,5%, γεγονός που σήμαινε την ισοτιμία μεταξύ ελληνικών και γερμανικών επιτοκίων.
Οτιδήποτε οδηγεί σε χαμηλότερο πληθωρισμό, περισσότερο εμπόριο, και επιτόκια χαμηλότερα από τα ποσοστά ανάπτυξης, είναι καλό. Έτσι, τόσο η ενιαία αγορά και το κοινό νόμισμα ήταν καλά για την Ευρώπη. Αλλά, με την ίση αντιμετώπιση των κρατικών ομολόγων, η ΕΚΤ έστειλε το λάθος μήνυμα στις αγορές. Καθώς οι συναλλαγματικές ισοτιμίες στην ευρωζώνη ήταν σταθερές και ομοιόμορφες, τα επιτόκια για το δημόσιο χρέος θα έπρεπε να σηματοδοτούν διαφορές στην οικονομική ισχύ.
Οι μικρές δονήσεις που προκαλούνται από τις συνεχείς μεταβαλλόμενες διαφορές των επιτοκίων, για παράδειγμα, μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, θα έκανα την ευρωπαϊκή αγριομέλισσα να πετάξει. Αντ’ αυτού, ήταν ο ισχυρός άνεμος που δημιουργήθηκε από την παγκόσμια άνοδο που την κράτησε στον αέρα. Η αγριομέλισσα μαθαίνει απ’ την αρχή πώς να πετάει βασισμένη στη δική της δύναμη.
Τα θεσμικά όργανα έχουν εξελιχθεί. Η ΕΚΤ είναι πλέον δανειστής τελευταίας προσφυγής, όπως τα αντίστοιχα όργανα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο. Το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και εξακολουθεί να απέχει πολύ από την ενοποίηση, έχει προχωρήσει προς την ενίσχυση του συντονισμού. Σήμερα, η κυβέρνηση της Ελλάδας δεν είναι σε θέση να δανειστεί καθόλου, και η Ιρλανδία είναι αναγκασμένη να καταβάλει υψηλά επιτόκια, ενώ το θησαυροφυλάκιο της Γαλλίας θα αναγκαστεί σύντομα να πληρώσει περισσότερα, και η Γερμανία μπορεί να είναι σε θέση να δανειστεί ακόμα πιο φθηνά. Τα στοιχεία της αγοράς λειτουργούν και πάλι, και έτσι πρέπει.
Επιπλέον, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης έχουν αρχίσει εκ νέου τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πολλοί διέκοψαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών στην «περιφέρεια» της ευρωζώνης έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ, η απώλεια ανταγωνιστικότητας που έχει συσσωρευτεί κατά την τελευταία δεκαετία έχει μειωθεί, και έχουν τεθεί σε εφαρμογή σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις –κάνοντας τις αγορές εργασίας πιο ευέλικτες και «ανοίγοντας» βιομηχανίες προστατευμένες από τον ανταγωνισμό.
Ωστόσο, πολλές προσαρμογές μένει να ολοκληρωθούν. Η Ευρώπη χρειάζεται καλύτερη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών κινήσεων, οι οποίες ρέουν προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι σπασμωδικές, πλημμυρίζοντας τις λιγότερο προηγμένες οικονομίες της Ευρώπης όταν η χρηματοδότηση είναι άφθονη και στερώντας τους την πίστωση σε περιόδους πιέσεων. Οι χρηματοδοτικές ροές θα μπορούσαν να σταθεροποιηθούν μέσω ενός συνδυασμού συντηρητικών εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών και περιφερειακών κανονισμών, έτσι ώστε να μην διακόπτονται ξαφνικά όταν η ανάπτυξη επιβραδύνεται. Εδώ, είναι άλλο ένα σημείο που χρειάζονται μικρές δονήσεις, και όχι η κάμψη των ισχυρών πολιτικών μυών. Οι μεταρρυθμίσεις θα πάρουν χρόνο, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας σταματήσει από το να αναγνωρίσουμε τα όλα όσα έχουν επιτευχθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Η τρίτη αλλαγή έγκειται στη γεωγραφία της επιτήρησης. Στην αρχή της κρίσης, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ είχαν την τάση να βλέπουν τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ως πηγές κονδυλίων έκτακτης ανάγκης, και όχι ως όργανα παρακολούθησης των ευρωπαϊκών οικονομιών. Τα τελευταία τρία χρόνια, η Ευρώπη βασίζεται όλο και περισσότερο στην παγκόσμια –σε αντίθεση με την περιφερειακή- διακυβέρνηση. Σίγουρα, οι ευρωπαίοι ηγέτες θα προτιμούσαν να κρατήσουν σε περιφερειακό επίπεδο και τους μηχανισμούς διακυβέρνησης αλλά και τα ταμεία σταθερότητας. Αλλά, μπορεί να είναι πιο πρακτικό να έχουμε παγκόσμια χρηματοπιστωτικά συστήματα και συστήματα επιτήρησης τα οποία να παράγουν τις δονήσεις που θα κάνουν δυναμική την Ευρώπη, ενώ παράλληλα αντλούν από τις πηγές κονδυλίων της ΕΕ σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Αυτή η προσέγγιση θα ήταν πολύ πιο συνεπής με την συμβουλή που έχει δώσει η Ευρώπη στους υπόλοιπους. Σε ένα σεμινάριο που οργανώσαμε στο Τόκυο σχετικά με το ευρώ, ένας ασιάτης ειδικός παρατήρησε ότι στα πρώτα στάδια της κρίσης, οι Ευρωπαίοι δεν έκαναν πράξη αυτά που κήρυτταν κατά τη διάρκεια της ασιατικής οικονομικής κρίσης. Οι Ευρωπαίοι (και οι Αμερικάνοι) είχαν συμβουλεύσει τους Ασιάτες ότι δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να επιβάλλουν πειθαρχεία στον εαυτό τους, έτσι οι νομισματικοί, δημοσιονομικοί μηχανισμοί, και οι μηχανισμοί διακυβέρνησης, θα πρέπει να είναι παγκόσμιοι, και όχι περιφερειακοί. «Εύχομαι να έκαναν λάθος τότε οι Ευρωπαίοι», ήταν το μήνυμά του, «γιατί διαφορετικά κάνουν λάθος τώρα».
Πίσω στο Λονδίνο, ο Ντράγκι υποσχέθηκε ότι η ΕΚΤ θα κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να διατηρήσει το ευρώ. Οι αγορές έχουν συσπειρωθεί από τότε, αλλά η ήπειρος παραμένει κλυδωνισμένη από την κρίση. Σίγουρα, η Ευρώπη δε μπορεί να μεταμορφωθεί εκ θαύματος σε «κανονική μέλισσα». Ούτε χρειάζεται. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να συνεχίσει να κάνει τα μικρά βήματα που είναι απαραίτητα ώστε να επιτρέψει στις δυνάμεις της αγοράς να επιβάλλουν πειθαρχία στους εργαζομένους, τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις.